Πρόλογος της ελληνικής έκδοσης στο βιβλίο του Σάιντμαν: Αυτοδιαχείριση + Αντιφασισμός = Επανάσταση;

Ιούνης 2006 (PDF)

Ιούνης 2006 (PDF)

Η ελληνική έκδοση του κειμένου του Michael Seidman Η αντίσταση των εργατών στην εργασία στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια του Γαλλικού Λαϊκού Μετώπου και της Ισπανικής Επανάστασης, 1936-381 συμπίπτει με τη συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από το ξέσπασμα της ισπανικής επανάστασης. Πλήθος αναλύσεων έχει δημοσιευτεί πάνω στα γεγονότα αυτής της περιόδου. Ο λόγος που επιλέξαμε να μεταφράσουμε και να εκδώσουμε το συγκεκριμένο κείμενο είναι ότι αποτελεί μία ανάγνωση συγκεκριμένων γεγονότων της ισπανικής επανάστασης εντελώς διαφορετική από τις συνήθεις μυθοποιητικές προσεγγίσεις που συναντάμε στο ριζοσπαστικό χώρο (αναφερόμαστε κυρίως στο χώρο των αναρχικών-αντιεξουσιαστών). Η ιστορική έρευνα του Seidman περιέχει δύο μέρη. Καθένα από αυτά περιγράφει τις μορφές της αντίστασης των εργατών στην εργασία σε δύο διαφορετικές χώρες της Ευρώπης (την Ισπανία και τη Γαλλία), την ίδια λίγο πολύ περίοδο, δηλαδή την περίοδο της ανόδου των Λαϊκών Μετώπων λίγα χρόνια πριν από την έναρξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Στόχος του συγγραφέα, μέσα από τη μελέτη των συγκεκριμένων ιστορικών παραδειγμάτων, είναι να αναδείξει την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στα πολιτικά προγράμματα που ευαγγελίζονται την «απελευθέρωση της εργασίας» (και καταλήγουν να την επιβάλλουν) και την ίδια την καθημερινή πρακτική των προλετάριων. Στην απόσταση αυτή εκφράζεται η αντίφαση της καπιταλιστικής σχέσης (αντίφαση η οποία διατηρείται όσο το κεφάλαιο και το κράτος δεν καταργούνται), δηλαδή το γεγονός ότι ως εκμεταλλευτική σχέση κουβαλά μέσα της την άρνησή της: όπου η μισθωτή εργασία εξακολουθεί να υπάρχει και προσπαθεί να επιβληθεί, γεννά και την αντίσταση απέναντί της. Ο συγγραφέας παραθέτει πληθώρα ιστορικών παραδειγμάτων προλεταριακών αρνήσεων, δεν επιλέγει όμως να εντάξει αυτές τις εμπειρίες σε μια κομμουνιστική κριτική του κόσμου. Ο πρόλογός μας επιδιώκει να συνεισφέρει προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Επιλέγουμε να εστιάσουμε στο παράδειγμα της Ισπανίας σε όσα γράφουμε παρακάτω, εξαιτίας του γεγονότος ότι εκεί, σε αντίθεση με τη Γαλλία, επικρατούσε το 1936 μία επαναστατική κατάσταση. Αυτό μας επιτρέπει να μελετήσουμε την πρακτική και τις ιδέες των προλετάριων σε μία περίοδο που, από τη μία, οι ταξικοί αγώνες είχαν φτάσει σε ένα επίπεδο που θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και, από την άλλη, σε ορισμένες περιοχές της χώρας, η εξουσία και η διεύθυνση της παραγωγής βρισκόταν στα χέρια των αντιπροσώπων της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, θέλουμε να έρθουμε σε ρήξη με τους μύθους που περιβάλλουν την Καταλωνία και την Αραγώνα του 1936-38. Μύθοι, οι οποίοι αφενός ανάγουν την κολεκτιβοποίηση, την αυτοδιαχείριση της παραγωγής και τον εμφύλιο πόλεμο σε «αδιαμφισβήτητο πρόγραμμα» της επανάστασης και, αφετέρου, δίνοντας έμφαση στη μεγάλη επιρροή των αναρχικών ιδεών στο ισπανικό προλεταριάτο φορτίζουν θετικά τον πολιτικό ρόλο των αναρχικών οργανώσεων. Αυτή η ιδεολογική οπτική της ισπανικής επανάστασης συσκοτίζει μάλλον εκείνη τη συγκεκριμένη προλεταριακή εμπειρία παρά επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε την ιστορική ταξική μνήμη προς όφελος των δικών μας αγώνων σήμερα. Από τη στιγμή που η επανάσταση αποτυγχάνει, από τη στιγμή που η ζωή συνεχίζει να κυριαρχείται από το κεφάλαιο, είμαστε αναγκασμένοι να υποβάλουμε σε κριτική τους προλεταριακούς αγώνες του παρελθόντος και τις πρακτικές των πιο μαχητικών κομματιών της τάξης, ώστε να αναδειχθούν οι αντιφάσεις και τα όριά τους. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι παραβλέπουμε το γεγονός πως στην Ισπανία, τους πρώτους τουλάχιστον μήνες μετά τον Ιούλη του ‘36, υπήρξαν στοιχεία μιας γνήσιας προλεταριακής επανάστασης ούτε ότι υποβαθμίζουμε τις προσπάθειες που έγιναν προς την κομμουνιστική κατεύθυνση, όπως ήταν οι προσπάθειες να κοινωνικοποιηθεί η γη και η παραγωγή και να καταργηθεί το χρήμα. Αυτό που μας ενδιαφέρει να εξηγήσουμε είναι γιατί αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν.

*

Με το ξέσπασμα του εμφύλιου πολέμου τον Ιούλη του 1936, οι φτωχοί αγρότες και οι εργάτες γης της ζώνης που ελεγχόταν από τους Δημοκρατικούς προχώρησαν, με την ενθάρρυνση των πολιτοφυλακών, σε αυθόρμητες απαλλοτριώσεις της γης των φασιστών και των γαιοκτημόνων που είχαν δραπετεύσει. Το 18.5% της γης κολεκτιβοποιήθηκε. Στην Αραγώνα απαλλοτριώθηκε το 40% της γης· τον Ιούνιο του 1937, στη συγκεκριμένη επαρχία, υπήρχαν 450 κολλεκτίβες με 180.000 μέλη, τα δύο τρίτα περίπου του πληθυσμού της Αραγώνας. Στη Λεβάντε ο αριθμός των κολεκτίβων αυξήθηκε από 340 το 1937 σε 900 στα τέλη του 1938 και αγκάλιασε το 40% του πληθυσμού της επαρχίας.2 Όπως αναφέρει ο Χοσέ Πεϊράτς, «τα απαλλοτριωμένα χωράφια μεταβιβάζονταν στα συνδικάτα και τα συνδικάτα οργάνωσαν τις πρώτες κολλεκτίβες. Η μικρή ιδιοκτησία έγινε σεβαστή, με την προϋπόθεση ότι θα την καλλιεργούσε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης ή η οικογένειά του και δεν θα χρησιμοποιούσε μισθωτή εργασία… οι κολλεκτιβιστές τους νοίκιαζαν μηχανήματα και ορισμένα απαραίτητα εφόδια. Ορισμένοι «ατομικιστές» διέθεταν τα προϊόντα τους μέσω των συνεταιρισμών της κολλεκτίβας… Η δουλειά στις κολλεκτίβες γινόταν από ομάδες εργατών, με επικεφαλής έναν αγρότη εκλεγμένο από κάθε ομάδα. Η γη διαιρέθηκε σε καλλιεργούμενες ζώνες. Οι επικεφαλής των ομάδων δούλευαν όπως και οι άλλοι. Δεν υπήρχαν ειδικά προνόμια. Μετά τη δουλειά της ημέρας, αντιπρόσωποι όλων των ομάδων συναντιόνταν στο χώρο της δουλειάς και αποφάσιζαν για τη δουλειά της επόμενης μέρας. Όλοι οι επικεφαλής των ομάδων καθώς και τα μέλη της επιροπής διοίκησης της κολλεκτίβας εκλέγονταν από τη γενική συνέλευση όλων των εργατών. Η γενική συνέλευση αποφάσιζε για όλα τα σοβαρά θέματα και έδινε οδηγίες στους επικεφαλής των ομάδων και στην επιτροπή διοίκησης… Σε ορισμένα μέρη η γη γινόταν δημόσια (δημοτική) ιδιοκτησία».3 Σε ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο από αυτό του τρόπου λήψης αποφάσεων (τρόπος ο οποίος δεν εμπόδισε καθόλου, όπως θα δούμε, τον εκφυλισμό των κολεκτίβων), μερικές κολεκτίβες είχαν καταργήσει το χρήμα. «Δεν είχαν σύστημα ανταλλαγής, ούτε καν κουπόνια», σημειώνει ο Σαμ Ντόλγκοφ. «Για παράδειγμα, όταν ένας κάτοικος της Μαγκνταλένα Ντε Πούλπις [ένα χωριό της Λεβάντε] ρωτήθηκε ‘’πώς οργανωθήκατε χωρίς χρήμα; Χρησιμοποιείτε βιβλιάρια με κουπόνια ή κάνετε ανταλλαγή προϊόντων ή τίποτε άλλο;’’ απάντησε: ‘’Τίποτε. Όλοι δουλεύουν και όλοι έχουν το δικαίωμα να πάρουν ο,τιδήποτε τους χρειάζεται δωρεάν. Απλώς πηγαίνεις στο μαγαζί, όπου υπάρχουν όλες οι αναγκαίες προμήθειες. Όλα διανέμονται δωρεάν και μόνο σημειώνεται τι παίρνει ο καθένας’’».4 Ο Αουγκουστίν Σούχυ αναφέρει ότι «τη στιγμή του ανοδικού ρεύματος της επανάστασης, οι αναρχικοί δεν έδωσαν σημασία στο χρήμα… Μερικές φορές τα χαρτονομίσματα ρίχνονταν στη φωτιά, μαζί με θρησκευτικές εικόνες, τίτλους ιδιοκτησίας, κτλ».5 Απόδειξη του κομμουνιστικού πνεύματος που επικρατούσε είναι επίσης το γεγονός ότι, ακόμα και στις πλείστες περιπτώσεις που το χρήμα και η μισθωτή εργασία δεν είχαν καταργηθεί, ο «οικογενειακός μισθός» στις αγροτικές κολεκτίβες δινόταν περισσότερο στη βάση των αναγκών των μελών μιας οικογένειας και λιγότερο στη βάση της προσφερόμενης εργασίας. Στις περισσότερες κολεκτίβες εκδόθηκε τοπικό νόμισμα υπό μορφήν κουπονιών, πιστοποιητικών, μεταλλικών νομισμάτων, βιβλιάριου μερίδων, κτλ. Αυτό συνέβει για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το ότι οι αναρχικοί αντιμετώπιζαν πάντοτε το χρήμα σαν ένα απλό λογιστικό εργαλείο, ένα απλό μέσο κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, «ένα μέτρο για τον υπολογισμό της αξίας των αγαθών και των υπηρεσιών»,6 χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι στον καπιταλισμό το χρήμα τείνει να ανεξαρτητοποιείται από το ρόλο του ως μέσου ανταλλαγής και μέτρου των τιμών και να λειτουργεί ως αυτοσκοπός. Το χρήμα, όπως έχει δείξει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, είναι η υλική ενσάρκωση των κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και, στην περίπτωση του πιστωτικού χρήματος, η ολοκληρωμένη «φετιχιστική μορφή του κεφαλαίου». Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μια εθνικοποιημένη οικονομία -όπως ήταν αυτή της δημοκρατικής ζώνης στον ισπανικό εμφύλιο- σύντομα αναδύονται οι αδυναμίες της ύπαρξης διαφορετικών τοπικών νομισμάτων και οι αναρχικοί δεν άργησαν να προσχωρήσουν στην ιδέα μιας εθνικής πιστωτικής τράπεζας, για την οποία μάλιστα είχαν τη ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μη τοκοφόρο κεφάλαιο. O δεύτερος λόγος έκδοσης τοπικού νομίσματος ήταν καθαρά πρακτικός. Η συμμετοχή των αναρχικών στην αστική δημοκρατική κυβέρνηση είχε σαν αποτέλεσμα τη σιωπηρή αποδοχή όχι μόνο της οικονομίας της αγοράς αλλά και μιας συγκεκριμένης πολιτικής ελέγχου των τιμών, η οποία αύξησε τις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων κατά 600%-800% και των αγροτικών μόνο κατά 30%-40%. Αυτή η πολιτική ενθάρρυνε τους Καταλανούς έμπορους που αγόραζαν τα αγροτικά προϊόντα της Αραγώνας σε χαμηλές τιμές και τα μεταπωλούσαν στο εξωτερικό. Όλα αυτά οδήγησαν τους αγρότες στην επιλογή της δημιουργίας τοπικών συστημάτων αντιπραγματισμού ή στην απόκρυψη των προϊόντων τους. Η κατακράτηση εμπορευμάτων δημιούργησε με τη σειρά της έλλειψη βασικών ειδών διατροφής στις πόλεις και τους στρατώνες. Η άσκηση βίας εκ μέρους των στρατιωτών στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τροφή ανάγκαζε τους αγρότες να στραφούν ακόμα περισσότερο προς το μαυραγοριτισμό και τον τοπικισμό. Οι εξωτερικές πιέσεις (παράταση του πολέμου, έλλειψη εργατικών χεριών λόγω υποχρεωτικής στράτευσης, κτλ.) ενδυνάμωσαν τους εσωτερικούς διαχωρισμούς στις κολεκτίβες. Σε πολλές περιπτώσεις ο οικογενειακός μισθός αντικαταστάθηκε από τη σύνδεση μισθού και παραγωγικότητας, ενώ αυξήθηκαν οι φωνές μέσα στο αναρχικό κίνημα για μεγαλύτερο συγκεντρωτικό έλεγχο της παραγωγής –η ίδρυση πιστωτικών οργανισμών που αναφέραμε παραπάνω ήταν μια μόνο πλευρά της συζήτησης που διεξαγόταν στο εσωτερικό των εργατικών οργανώσεων.7

*

Στις βιομηχανικές κολεκτίβες, αντίθετα, δεν τέθηκε ποτέ θέμα κατάργησης της μισθωτής εργασίας. Το 75% περίπου της ισπανικής βιομηχανίας βρισκόταν συγκεντρωμένο στην Καταλωνία, οχυρό του αναρχικού εργατικού κινήματος. Με το ξέσπασμα της επανάστασης, η φυγή των καπιταλιστών της Βαρκελώνης από την κυκλοφορία του χρήματος, την παραγωγή και εν τέλει την ίδια την πόλη υπήρξε μαζική. Οι αγωνιστές της CNT, βοηθούμενοι σε αρκετές περιπτώσεις από μέλη της UGT, ανέλαβαν τη διοίκηση των εγκατελλειμένων εργοστασίων. Μερικοί από αυτούς τους νέους μάνατζερ είχαν διατελέσει συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι στο παρελθόν. Η πλειοψηφία των εργατών δεν έδειξε αρχικά καμμιά διάθεση να επιστρέψει στο εργοστάσιο. Τα πρώτα εργοστασιακά συμβούλια συγκροτήθηκαν από αγωνιστές της CNT και της UGT, με τη σύμφωνη γνώμη των εργατών που είχαν αρχίσει να επιστρέφουν. Κολεκτιβοποιήθηκαν οι βιομηχανίες με περισσότερους από εκατό εργάτες, ενώ σε όσες είχαν λιγότερους από πενήντα και τα αφεντικά τους είχαν παραμείνει στην πόλη εφαρμόστηκε η συνδιαχείριση αφεντικού-εργατών. Στις 14 Αυγούστου του 1936 ιδρύθηκε το Οικονομικό Συμβούλιο της Καταλωνίας, με βασικά μέλη τον Ντιέγκο Αμπάντ ντε Σαντιγιάν της FAI, τον Χουάν Φάμπρεγας της CNT, τον Ρουίζ Πονσέτι του PSUC, τον Αντρές Νιν του POUM και ορισμένα στελέχη της UGT και της Esquerra. Στις 24 Οκτωβρίου 1936, το Οικονομικό Συμβούλιο ψήφισε το Διάταγμα για τις Κολεκτιβοποιήσεις, το οποίο επικύρωνε μια ήδη δεδομένη κατάσταση και αντικατόπτριζε το συμβιβασμό των εργατικών ενώσεων και πολιτικών κομμάτων της Καταλανικής αριστεράς.8 Η διατύπωση είναι τόσο σαφής που ο Σούχυ δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι σύμφωνα με το Διάταγμα «οι κολλεκτιβοποιημένες επιχειρήσεις λειτουργούν με έναν τρόπο περίπου ανάλογο με των ανωνύμων εταιρειών της καπιταλιστικής οικονομίας». Οι παλιοί ιδιοκτήτες, διευθυντές και τεχνικοί διατηρούνται στις θέσεις τους, όπως και όλος ο παλιός καταμερισμός της εργασίας. Τα εργατικά Συμβούλια Επιχειρήσεων αναλαμβάνουν ρόλο ελέγχου, αυστηρής εφαρμογής των κανονισμών και του ωραρίου, ανάπτυξης του κλάδου στον οποίο ανήκουν, κτλ. Τα ξένα συμφέροντα που υπήρχαν στις καταλάνικες επιχειρήσεις γίνονται σεβαστά. Ο Χουάν Φάμπρεγας, το μέλος της CNT που έγινε τελικά πρόεδρος του Οικονομικού Συμβουλίου της Χενεραλιδάδ, ήταν ο αρχιτέκτονας αυτού του «ύψιστου νομικού επιτεύγματος του ελευθεριακού κινήματος». Ξεκίνησε την καριέρα του ως διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικών Επιστημών της Βαρκελώνης και μπήκε στην CNT αμέσως μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου. Εκεί βρέθηκε σε πολύ οικείο περιβάλλον αφού σαν τον Αμπάντ ντε Σαντιγιάν, ο οποίος τον αντικατέστησε στο Συμβούλιο το Δεκέμβρη του 1936, ο Φάμπρεγας ήταν οπαδός της «ορθολογικής ανοικοδόμησης της εθνικής οικονομίας» υπό την καθοδήγηση των τεχνοκρατών και των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ελάχιστη προσοχή έχει δωθεί μέχρι σήμερα στην οικονομική ιδεολογία της CNT. Ήδη από τις αρχές του 20ου αι. αυτοί οι αντικρατιστές και οπαδοί της δημοκρατικής διαχείρισης των εργοστασίων δήλωναν την πίστη τους στην πρόοδο και κατηγορούσαν την ισπανική αστική τάξη ως ανίκανη να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις. Ο Σαντιγιάν, επιφανές στέλεχος της FAI, θαυμαστής του Φορντ και του Τεϋλορισμού -για τον οποίο έγραψε ότι είχε καταφέρει να εξαλείψει τις «μη παραγωγικές κινήσεις του ατόμου»- εξέφρασε τις απόψεις πολλών διανοούμενων του ισπανικού και γαλλικού αναρχικού κινήματος όταν έγραψε ότι: «Μέσα στο εργοστάσιο δεν αναζητούμε τη φιλία… Αυτό που μας ενδιαφέρει μέσα στο εργοστάσιο είναι να γνωρίζει ο συναδελφός μας τη δουλειά του και να την εκτελεί χωρίς τις επιπλοκές που δημιουργεί η απειρία και η άγνοια της λειτουργίας του όλου. Η σωτηρία βρίσκεται στην εργασία, και θα έρθει η ημέρα που οι εργάτες θα επιθυμήσουν αυτή τη σωτηρία. Οι αναρχικοί, η μόνη τάση που δεν επιδιώκει να ζει εις βάρος των άλλων, μάχεται για τον ερχομό αυτής της ημέρας».9 Το Νοέμβρη του 1936 τέσσερις ηγέτες της CNT έγιναν υπουργοί στην κεντρική κυβέρνηση του Λάρ γκο Καμπαλέρο: ο Γκαρθία Ολιβέρ ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ο Χουάν Πεϊρό το Βιομηχανίας, η Φεντερίκα Μοντσένυ το Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας και ο Χουάν Λόπεζ το Υπουργείο Εμπορίου. Παρά την αποχώρηση των αναρχικών τόσο από την κεντρική όσο και από την καταλανική κυβέρνηση μετά τα γεγονότα του Μάη του 1937, η δύναμη της CNT στον κολεκτιβοποιημένο τομέα της οικονομίας παρέμεινε αναλλοίωτη. Η ενίσχυση της γραφειοκρατίας μέσα στο δημοκρατικό στρατόπεδο αποδίδεται από πολλούς αναλυτές -αναρχικούς ή μη- στην άνοδο των σταλινικών μέσα στο στρατό· άνοδος η οποία αντικατοπτρίζεται στην, εν μέρει επιτυχή, προσπάθειά των τελευταίων να διαλύσουν της κολλεκτίβες της Αραγώνας. Μετά την ανάγνωση του κειμένου του Seidman θα φανεί ότι αυτή η ερμηνεία είναι πέρα για πέρα ανεπαρκής. Η ενίσχυση της γραφειοκρατίας ήταν η απάντηση της νέας ελίτ συνδικαλιστών αγωνιστών στη συνεχιζόμενη ταξική πάλη μέσα στα εργοστάσια. «Η διευθύνουσα τάξη των συνδικαλιστών αγωνιστών, την οποία πρέπει να διακρίνουμε από τα απλά μέλη του συνδικάτου, ήταν βασικά υπεύθυνη για την κολεκτιβοποίηση των εργοστασίων στην Βαρκελώνη… Όποιες και αν ήταν οι διαφορές [της CNT και της UGT] στο ζήτημα των μορφών της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που θα υιοθετούσε η νέα τάξη πραγμάτων, δηλ. η επιλογή ανάμεσα σε έναν κρατικό ή συνδικαλιστικό έλεγχο της παραγωγής, υπήρχε μία κατά βάση συμφωνία των οργανώσεων όσον αφορά τους στόχους της παραγωγής. Και οι δύο ήταν υπέρ της συγκεντροποίησης των διασκορπισμένων μικρών εργοστασίων και εργαστηρίων του βιομηχανικού τοπίου της Βαρκελώνης, της τυποποίησης των βιομηχανικών προϊόντων και του εξοπλισμού, του εκσυγχρονισμού των εργαλείων και των κεφαλαιουχικών αγαθών, και της εγκαθίδρυσης μιας ανεξάρτητης από το ξένο κεφάλαιο ισπανικής οικονομίας. Εν ολίγοις, τα συνδικάτα ήθελαν να ορθολογικοποιήσουν τα μέσα παραγωγής μέσα σε ένα ισπανικό εθνικό πλαίσιο… Σύμφωνα με την καθημερινή εφημερίδα της CNT, η Ισπανική Επανάσταση θα προκαλούσε ‘’έναν εθνικό και ψυχολογικό μετασχηματισμό ο οποίος υπήρχε ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, μέσα στην καρδιά και τη ψυχή της φυλής (raza)’’».10

*

Εδώ λοιπόν έγκειται η πρωτοτυπία του κειμένου του Seidman: αμφισβητεί την «αυθόρμητη» κολεκτιβοποίηση των εργοστασίων και αναδεικνύει την έμπρακτη προλεταριακή κριτική στην πρακτική της αυτοδιαχείρισης της παραγωγής στην επαναστατημένη Βαρκελώνη. Ας σταθούμε λίγο περισσότερο σ’ αυτή τη (δημοκρατική) μορφή επιβολής της (μισθωτής) εργασίας. Είδαμε ότι, στη θεωρία, η CNT αντιμετώπιζε την εργασία ως «φυσική» δραστηριότητα, η οποία δύναται να έχει απελευθερωτική διάσταση αν τα μέσα παραγωγής απαλλοτριωθούν από τα χέρια των αφεντικών-παράσιτων (που καρπώνονται τον μόχθο των εργατών) και αν καταργηθεί η οργανωτική ιεραρχία που τη διέπει στον καπιταλισμό. Είδαμε επίσης ότι στην πράξη η «κατάργηση» ήταν τροποποίηση της οργανωτικής ιεραρχίας. Η αυτοδιαχείριση της παραγωγής ως πρακτική και ως πολιτική αντίληψη δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία. Αναδύθηκε καταρχήν μέσα από τη συνεργατική και κολεκτιβιστική τάση του εργατικού κινήματος του 19ου αι., και ο αναρχοσυνδικαλισμός αποτελεί μία από τις εκφράσεις του. Επιπλέον, η πρακτική της κατάληψης των παραγωγικών μέσων και της λειτουργίας τους υπό εργατικό έλεγχο αντανακλούσε μια συγκεκριμένη ταξική σύνθεση, δηλαδή την κυρίαρχη θέση του ειδικευμένου εργάτη στην παραγωγική διαδικασία. Το είδος της δουλειάς των εργατών αυτών τους πρόσφερε μια συνολική εποπτεία της εργασιακής διαδικασίας, γεγονός που τους επέτρεπε να νοηματοδοτούν θετικά την παραγωγική τους δραστηριότητα. Έτσι, ένα κομμάτι τους, προσβλέποντας στη βελτίωση των συνθηκών ζωής του μέσω της απελευθέρωσης της δραστηριότητάς του από τον έλεγχο των διευθυντών και των αφεντικών, επιδίωξε να πάρει το εργοστάσιο στα χέρια του. Πολλά εργοστάσια και άλλοι χώροι εργασίας σε όλη την Ευρώπη βρέθηκαν υπό εργατικό έλεγχο, κυρίως μετά το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου.11 Ωστόσο, βλέπουμε ότι ιστορικά όπου η πρακτική της αυτοδιαχείρισης της παραγωγής δεν ηττήθηκε άμεσα, συνάντησε την άρνηση των εργατών και των εργατριών απέναντι στην εγγενώς αλλοτριωτική και εκμεταλλευτική φύση της εργασίας, είτε αυτή οργανώνεται με τον κλασικό πατερναλιστικό τρόπο είτε με μια δημοκρατική μορφή. Η αυτοδιαχειριστική αντίληψη διατηρήθηκε σε ένα κομμάτι του οργανωμένου ισπανικού εργατικού κινήματος και οδήγησε σε μια πολιτική στρατηγική η οποία, επικεντρώνοντας στο ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής (και όχι στην κατάργηση της ιδιοκτησίας και της παραγωγής ως διαχωρισμένης δραστηριότητας), δεν επιδίωξε να απελευθερώσει τις ανθρώπινες σχέσεις από την κυριαρχία του κεφαλαίου, δηλαδή από τη διαμεσολάβηση της αξίας. Από τη στιγμή που δεν επιδιώκει να καταργήσει την προλεταριακή συνθήκη, καταλήγει στην προώθηση μιας εναλλακτικής μορφής διαχείρισης του κεφαλαίου και αναπόφευκτα (όπως φαίνεται και στα παραδείγματα του κειμένου που δημοσιεύουμε) σκοντάφτει πάνω στις (ατομικές και συλλογικές) προλεταριακές αρνήσεις: απεργίες, συστηματικές κοπάνες, αργοπορίες, ψευδείς δηλώσεις ασθένειας, κλοπές, σαμποτάζ, επιβράδυνση του ρυθμού εργασίας, απειθαρχία και αδιαφορία. «Το μίσος για τη δουλειά ήταν από παλιά ένα μόνιμο χαρακτηριστικό της ζωής της ισπανικής εργατικής τάξης. Εξακολουθούσε να υπάρχει αυτό και την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου. Αυτή η αντίσταση [στην εργασία] βρισκόταν σε αντίθεση με το πρόγραμμα (το οποίο υποστήριζαν συγκεκριμένα οι αναρχοσυνδικαλιστές) που καλούσε τους προλετάριους να συμμετάσχουν άμεσα στη διεύθυνση του εργασιακού χώρου».12 Η CNT και η UGT θεωρούσαν πως η κοινωνική απελευθέρωση σήμαινε απελευθέρωση της εργασίας και όχι απελευθέρωση από την εργασία, ακολουθώντας την άποψη που είχε κυριαρχήσει στο εργατικό κίνημα. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θεωρείτο απαραίτητη προς αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, οι πρακτικές άρνησης του προλεταριάτου υπέσκαπταν την «ανάπτυξη», ασκώντας έμπρακτη κριτική στην καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας. Οι οργανώσεις που υποτίθεται ότι εξέφραζαν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης αναγκάστηκαν να λάβουν μέτρα για να κάνουν τους εργάτες και τις εργάτριες να δουλέψουν. Για παράδειγμα, ενώ στην αρχή της επανάστασης καταργήθηκε η αμοιβή με το κομμάτι (πράγμα που αποτελούσε βασική διεκδίκηση των άγριων εργατικών αγώνων ήδη για αρκετά χρόνια πριν το ξέσπασμα της επανάστασης), γρήγορα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις την επανέφεραν ως μέτρο για την καταπολέμηση της συστηματικής προλεταριακής απειθαρχίας που είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση της παραγωγικότητας. Οι εκκλήσεις για «αυτοπειθαρχία», η απαίτηση δικαιολόγησης των απουσιών από τη δουλειά, οι προσταγές για σεβασμό στις νόρμες της παραγωγής και τις εντολές της διεύθυνσης (που ενσαρκωνόταν πλέον στο πρόσωπο των στελεχών των συνδικάτων) ήταν μερικά από τα μέτρα που πάρθηκαν για να κάμψουν την προλεταριακή απειθαρχία. Όμως, αυτό που έχει για μας σημασία δεν είναι το αν τα συνδικάτα λειτουργούσαν ως περισσότερο ή λιγότερο σκληροί εργοδότες αλλά η γενική μορφή αυτής της παραγωγικίστικης λογικής που τα διακατείχε, δηλαδή η διατήρηση του μισθού (έστω και αυξημένου), άρα και της ανάγκης πώλησης της εργατικής δύναμης ως προϋπόθεσης για τη ζωή.13 Οι κοινωνικοί διαχωρισμοί συνέχισαν να αντανακλώνται στον καταμερισμό της εργασίας και στην ύπαρξη περισσότερο ή λιγότερο υποτιμημένων κομματιών της εργατικής δύναμης: η διατήρηση της ιεραρχίας μισθών ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες (σε ορισμένες περιπτώσεις ο μισθός των γυναικών ήταν ο μισός από αυτόν που έπαιρναν οι άντρες), η διαιώνιση ενός καταμερισμού της εργασίας που τοποθετούσε τις γυναίκες στις περισσότερο υποτιμημένες θέσεις της παραγωγής και σε μεγάλο ποσοστό τις προόριζε για την αναπαραγωγική εργασία του σπιτιού, η αρκετά μικρότερη συμμετοχή των γυναικών σε απεργίες.14 Όλα τα στοιχεία που παρατίθενται στο κείμενο του Seidman δείχνουν ότι η παραγωγικίστικη, αυτοδιαχειριστική ιδεολογία είναι στην ουσία αντεπαναστατική. Η αυτοδιαχείριση στην Ισπανία δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον παλιό κόσμο και αποτέλεσε τροχοπέδη του επαναστατικού κινήματος στη διεύρυνση της τάσης κομμουνιστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα η αυτοδιαχειριστική ιδεολογία είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στους κύκλους του ριζοσπαστικού χώρου και εξακολουθεί να θεωρείται ως μια επαναστατική πρακτική η οποία έρχεται σε αντίθεση με την κλασική μορφή οργάνωσης της εργασίας στον καπιταλισμό.15 Παρότι δεν επιχειρούμε εδώ μια εκτενή ιστορική έρευνα πάνω στην αυτοδιαχείριση, οφείλουμε, με αφορμή το παράδειγμα της Ισπανίας, να καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις. Ενώ ήρθε σε ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση (κοινοβουλευτική ή μπολσεβίκικη), τονίζοντας πως η χειραφέτηση των εργατών δεν μπορεί παρά να είναι αποκλειστικά δικό τους έργο, η αυτοδιαχείριση της παραγωγής αναπόφευκτα κατέληξε στην επιβεβαίωση των εργατών ως παραγωγικής τάξης που διεκδικεί αυτά που «της ανήκουν». Οι υποστηρικτές της οραματίζονται την επέκταση της δημοκρατίας από την πολιτική στην οικονομία. Θεωρώντας πως η παραγωγή θα πρέπει να οργανώνεται (αμεσο)δημοκρατικά, αναδεικνύουν τη διαδικασία της λήψης αποφάσεων ως τη βασική πτυχή της επίλυσης του κοινωνικού ζητήματος. Πιστεύουν πως με την αντικατάσταση των διευθυντών και των αφεντικών από τα εργατικά συμβούλια ή τις εργατικές συνελεύσεις αλλάζει και το περιεχόμενο της εργασίας. Αποδίδοντας έναν παρασιτικό ρόλο στους εργοδότες-διευθυντές, διατηρούν την αντίληψη ότι αφού ο εργατικός έλεγχος εξορθολογίζει την παραγωγή, μπορεί και να λειτουργήσει την επιχείρηση προς όφελος των ίδιων των εργατών. Ωστόσο, μια επιχείρηση, όσο δημοκρατικά κι αν λειτουργεί, παραμένει μια διαχωρισμένη παραγωγική μονάδα μέσα στην καπιταλιστική αγορά. Αν θέλει να επιβιώσει ως επιχείρηση (και μια επιχείρηση μπορεί να επιβιώσει μόνο ως κεφάλαιο) είναι αναγκασμένη να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό, άρα το πιθανότερο είναι ότι θα οδηγήσει στη μετατροπή των πιο αφοσιωμένων και μαχητικών εργατών σε νέους διευθύνοντες στην προσπάθεια να λειτουργήσει το αυτοδιαχειριστικό σχέδιο. Η πεποίθηση ότι η κοινωνική απελευθέρωση μπορεί να συνυπάρξει με τη διατήρηση της επιχείρησης μυστικοποιεί το γεγονός ότι το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση και ότι αυτή καθορίζει τόσο το ρόλο των αφεντικών όσο και των εργατών μέσα στην παραγωγική διαδικασία. Το κεφάλαιο είναι μια απρόσωπη σχέση εκμετάλλευσης. «Οι λειτουργίες που ασκεί ο καπιταλιστής είναι μόνο οι με συνείδηση και θέληση ασκούμενες λειτουργίες του ίδιου του κεφαλαίου». Η κυριαρχία του κεφαλαίου είναι «η κυριαρχία του πράγματος πάνω στον άνθρωπο, της νεκρής εργασίας πάνω στη ζωντανή, του προϊόντος πάνω στον παραγωγό».16 Όποιος βάζει ως προτεραιότητα το ζήτημα της διαχείρισης είναι καταδικασμένος να δημιουργήσει ένα μηχανισμό διεύθυνσης αναγκαστικά διαχωρισμένο από την άμεση εμπειρία των ανθρώπων. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι το πώς οργανώνεται κάτι αλλά τι είναι αυτό που οργανώνεται. Οι πολιτικές απόψεις που βλέπουν τον κόσμο με τα μάτια του κεφαλαίου, δηλαδή ως ένα σύνολο διακριτών σφαιρών, ανάμεσα στις οποίες υπερτονίζουν τη σημασία της πολιτικής διάστασης (δηλαδή του γεγονότος ότι η λήψη αποφάσεων βρίσκεται στα χέρια ενός προνομιούχου κοινωνικού στρώματος), αποκρύπτουν τα νήματα που συνθέτουν την ανθρώπινη εμπειρία, η οποία βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία της αξίας. Η εκμεταλλευτική σχέση δεν είναι μόνο σχέση ιδιοκτησίας ή τρόπος οργάνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το ίδιο το περιεχόμενο της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι αυτό που έχει αλλοτριωθεί. Έτσι, η αλλαγή στο καθεστώς ιδιοκτησίας (από τη στιγμή που η ιδιοκτησία δεν καταργείται) δε σημαίνει ότι αλλάζει και το περιεχόμενο της εργασίας, η οποία παραμένει καπιταλιστική εργασία. Δεν γίνεται κατανοητό ότι το κεφάλαιο, ως ευέλικτη μορφή ταξικής κυριαρχίας, έχει αφομοιώσει την αυτοδιαχειριστική ιδεολογία, θέτοντάς την στην υπηρεσία του. Δεν είναι λίγες οι μικρές αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις (κολεκτίβες), τις οποίες πολλοί αναρχικοί-αντιεξουσιαστές, αλλά και άλλοι άνθρωποι που στελεχώνουν τα νέα (δημοκρατικά) πολιτικά κινήματα, αντί να τις βλέπουν ως μια μορφή ύπαρξης του κεφαλαίου, τις θεωρούν τρόπους εναλλακτικής ζωής έξω από το κεφάλαιο, δηλ. απελευθερωμένες ζώνες στις οποίες η καπιταλιστική εκμετάλλευση σταματάει.

*

Είδαμε, μέχρι τώρα, ότι η αντεπανάσταση στην περίπτωση της Ισπανίας εμφανίστηκε ως επιβολή της εργασίας. Το ιδεολογικό όχημα αυτής της επιβολής, όπως θα δούμε, ήταν ο αντιφασισμός ως «επαναστατικός αγώνας». Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα προλεταριακής εξέγερσης, η οποία με τη συμμετοχή των εργατικών οργανώσεων στον κρατικό μηχανισμό ηττάται και οδηγείται αποκλειστικά στην ένοπλη αντιπαράθεση με το φασισμό. Η ταξική σύγκρουση μετατράπηκε ουσιαστικά σε αντιπαράθεση ανάμεσα στο φασισμό και τη δημοκρατία. Η εξέγερση του Ιουλίου του 1936 κατάφερε να σταματήσει το στρατιωτικό πραξικόπημα και να αποδιοργανώσει τις κρατικές δομές σε πολλές περιοχές της Ισπανίας. Αντί όμως οι εξεγερμένοι να προχωρήσουν στην καταστροφή του κράτους και την προώθηση της κομμουνιστικοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, εμπιστεύθηκαν τη βελτίωση της ζωής τους στους πολιτικούς και συνδικαλιστικούς τους αντιπροσώπους και στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Οι επαναστατικές τάσεις του κινήματος περιθωριοποιήθηκαν ή καταπνίγηκαν και οι οποιεσδήποτε ριζοσπαστικές προσπάθειες απέτυχαν από τη στιγμή που έμειναν μειοψηφικές και δεν ήρθαν σε ρήξη με το πλαίσιο του υφιστάμενου κρατικού σχηματισμού. Οι συνέπειες που είχε η εμπιστοσύνη των προλετάριων στο συνασπισμό εργατικών και πολιτικών οργανώσεων που συμμετείχαν στη νόμιμη εξουσία φαίνονται από τα μέτρα που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, μέτρα που ουσιαστικό στόχο είχαν την οργάνωση του αντιφασιστικού στρατοπέδου με βάση τις δομές ενός καπιταλιστικού κράτους. Ενώ οι εξεγερμένοι συγκροτήθηκαν αρχικά σε πολιτοφυλακές, δηλαδή σε ένα σχηματισμό προλεταριακής αντι-βίας, κατόπιν οργανώθηκαν σε τακτικές ταξιαρχίες, με πειθαρχία, μόνιμους αξιωματικούς και συγκεντρωτική διοίκηση. Ο Σιπριάνο Μέρα, αναρχικός διοικητής, δήλωνε το Δεκέμβριο του 1937: «Το αίμα των συντρόφων μου που χύθηκε στον αγώνα με έκανε να αλλάξω γνώμη. Κατάλαβα τότε ότι αν δε θέλαμε να ηττηθούμε ολοκληρωτικά, έπρεπε να φτιάξουμε το δικό μας στρατό… έναν πειθαρχημένο και ικανό στρατό, οργανωμένο για την άμυνα των εργατών. Δε δίστασα λοιπόν να ωθήσω όλους τους αγωνιστές να αποδεχτούν τις νέες στρατιωτικές αρχές».17 Ταυτόχρονα, στα εργοστάσια, τα οποία ελέγχονταν από τους αντιπροσώπους των εργατών, η εργασία εντατικοποιήθηκε σε σημείο που να απαιτούνται απλήρωτες υπερωρίες και να θεωρούνται στασιαστές όσοι δεν τηρούσαν τις εντολές. Η απαλλοτρίωση των μικροϊδιοκτητών και των μικροεπιχειρηματιών σταμάτησε και η κυβέρνηση ζητούσε να μην πραγματοποιούνται επιθέσεις που θίγουν τις αγγλικές και γαλλικές επενδύσεις στην Ισπανία, με την προσδοκία οι χώρες αυτές να εγκαταλείψουν την πολιτική της μη επέμβασης. Τα λόγια του Ντουρρούτι είναι δηλωτικά της παραπάνω κατάστασης: «Μία μόνο σκέψη, ένας σκοπός: να καταστρέψουμε το φασισμό… Αυτή τη στιγμή, κάνεις δεν ασχολείται με την αύξηση των μισθών ή με τη μείωση των ωρών εργασίας… να αυτοθυσιαζόμαστε, να εργαζόμαστε όσο χρειάζεται… πρέπει να σχηματίσουμε ένα συμπαγές γρανιτένιο μέτωπο. Ήρθε η ώρα τα συνδικάτα και οι πολιτικές οργανώσεις να τελειώνουν οριστικά με τον εχθρό… Στα μετόπισθεν χρειαζόμαστε διοικητικές ικανότητες… Μετά το τέλος του πολέμου ας μην προκαλέσουμε με την ανικανότητά μας, έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο μεταξύ μας… Για να αντιταχθούμε στη φασιστική τυραννία πρέπει να προτάξουμε μία μόνο δύναμη: πρέπει να υπάρχει μία μόνο οργάνωση, με ενιαία πειθαρχίαΗ πολιτοφυλακή μας ποτέ δε θα υπερασπιστεί την αστική τάξη, απλώς δε θα της επιτεθεί».18 Οι αναρχικοί επέλεξαν τελικά να συμμετάσχουν στην κεντρική κυβέρνηση και, όπως είπαμε, τέσσερις από τους πιο επιφανείς ηγέτες τους έγιναν υπουργοί. Ο Γκαρθία Ολιβέρ, ηγετικό στέλεχος της FAI, ως υπουργός δικαιοσύνης, «δημιούργησε ειδικά Λαϊκά Δικαστήρια για να αντιμετωπιστούν αδικήματα ενάντια στη δημοκρατία και ίδρυσε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία οι καταδικασμένοι μπορούσαν, στη θεωρία, να χρησιμοποιηθούν για κάποια επωφελή εργασία».19 Σ’ αυτήν την προσπάθεια υπαγωγής της προλεταριακής δράσης στις κρατικές δομές, εναντιώθηκαν, με συγχυσμένο έστω τρόπο, κομμάτια των εξεγερμένων.20 Πολλοί απ’ αυτούς έβλεπαν ότι ακόμα και τώρα που η εξουσία ήταν στα χέρια των εργατικών οργανώσεων, οι προσδοκίες τους για ελεύθερη ζωή διαψεύδονταν. Το γεγονός όμως αυτό δεν μπόρεσε να αντιστρέψει την υπάρχουσα κατάσταση, το ότι δηλαδή επιχειρείτο να δοθεί στο κοινωνικό ζήτημα μια λύση πολιτική. Από τη στιγμή που οι προλεταριακές κινήσεις δε διατήρησαν (ή δεν κατέκτησαν) την αυτονομία τους, ο κοινωνικός αγώνας σταδιακά στρατιωτικοποιήθηκε και μετατράπηκε σε έναν πόλεμο μεταξύ δύο κρατικών μορφών. Το προλεταριάτο ενεπλάκη σε έναν καπιταλιστικό πόλεμο, υπερασπιζόμενο είτε τη δημοκρατική είτε τη φασιστική μορφή του κράτους. Η επανάσταση, λοιπόν, δεν ηττήθηκε από το φασισμό. Τα στρατεύματα του Φράνκο κατέστρεψαν ό,τι δεν πρόλαβε να καταστρέψει η δημοκρατία. Με την υποταγή στο νόμιμο κράτος, από τους πρώτους κιόλας μήνες της εξέγερσης, το κίνημα ξεκίνησε μια σειρά συμβιβασμών και απομακρύνθηκε από την επαναστατική προοπτική. Οι κοινωνικοποιήσεις που επιχειρήθηκαν, μοιραία απέτυχαν, από τη στιγμή που δεν εντάσσονταν σε μια ευρύτερη διαδικασία κομμουνιστικοποίησης. Εβδομήντα χρόνια μετά, οι αναρχικοί –και κυρίως οι αναρχοσυνδικαλιστές- ακόμα κι όταν δεν εθελοτυφλούν απέναντι στην ποικιλία των προλεταριακών αρνήσεων και τις πρακτικές των εργατικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια του Λαϊκού Μετώπου, καταφεύγουν ως επί το πλείστον σε μια σαθρή επιχειρηματολογία: Διατείνονται ότι σε «κατάσταση πολέμου απαιτείται μια ισχυρή δόση πραγματισμού», λες και υπήρχε περίπτωση να γίνει ποτέ κοινωνική επανάσταση σε «νορμάλ», ειρηνικές συνθήκες. Το σωστό εδώ θα ήταν να ειπωθεί ότι η συγκεκριμένη μορφή εμφυλίου πολέμου την οποία επέλεξαν να προωθήσουν δημιούργησε τέτοιες κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν τους ανθρώπους στην αναζήτηση ατομικών τρόπων επιβίωσης. Έπειτα, αν η δυσκολία εφαρμογής των αναρχικών ιδεών είναι τόσο ανυπέρβλητη όσο την παρουσιάζουν, τότε και η πιο στοιχειώδης πολιτική ειλικρίνεια επιβάλλει να τις εγκαταλείψουν και να υιοθετήσουν πιο «πραγματιστικές» ιδέες. Θεωρούν την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας εντός των εργατικών οργανώσεων ως αποτέλεσμα της «ήττας της επανάστασης», με την έννοια ότι «μια εργατική οργάνωση δεν μπορεί να είναι πιο επαναστατική από την κοινωνία», ρίχνοντας έτσι το φταίξιμο για την αντεπαναστατική στάση των CNT-FAI στην… «κακούργα κοινωνία».21  Αναδεικνύουν την ένοπλη αντιπαράθεση με τους «αντιδραστικούς» (τον εμφύλιο πόλεμο, με άλλα λόγια) σε προτεραιότητα της επαναστατικής δραστηριότητας. Θα σταθούμε σ’ αυτό το τελευταίο επιχείρημα για να επισημάνουμε ότι η ένταση της βίας δεν προσδίδει αναγκαστικά στους αγώνες ένα ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Με το ξεκίνημα ενός προλεταριακού αγώνα, αυτό που διακυβεύεται από μία επαναστατική σκοπιά είναι το κατά πόσο το κίνημα θα κατορθώσει να ξεπεράσει τα όρια που του θέτει το κεφάλαιο, να αποφετιχοποιήσει τις καπιταλιστικές μορφές και να κινηθεί προς την κομμουνιστική κατεύθυνση. Ο αγώνας των Ισπανών προλετάριων, όσο παθιασμένος και βίαιος κι αν ήταν, αποδείχτηκε ανεπαρκής από τη στιγμή που δε διεύρυνε την κομμουνιστική πρακτική. Δεν έστρεψε τα πυρά του ενάντια στα θεμέλια της καπιταλιστικής σχέσης, την αξία και το κράτος, και μετατράπηκε σε αγώνα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, ενσωματώνοντας τους εργάτες στο καπιταλιστικό κράτος, ανέστειλε τον κοινωνικό πόλεμο, αποτελώντας την έμπρακτη άρνηση της ταξικής πάλης. Από τη στιγμή που η κοινωνική επανάσταση υποβιβάστηκε σε αντιφασιστικό πόλεμο, ο αγώνας έγινε υπόθεση των ειδικών: πειθαρχημένοι στρατιώτες, ικανοί αξιωματικοί, ανώτερες στρατηγικές, διπλωματικές κινήσεις για να κερδηθεί η υποστήριξη των δημοκρατικών κρατών που ποτέ δε δόθηκε. Οι προλετάριοι και οι αγρότες άρχισαν σιγά-σιγά να αισθάνονται την ένοπλη σύγκρουση ως άσχετη με τα καθημερινά τους προβλήματα. Όπως σωστά παρατηρεί ο Ντωβέ, «από τη στιγμή που μετασχηματίστηκε σε στρατιωτική σύγκρουση, ο αγώνας ενάντια στον Φράνκο έπαψε να είναι υπόθεση προσωπικής αφοσίωσης, έχασε την αμεσότητά του και μετατράπηκε σε μια κινητοποίηση από τα πάνω, σαν όλους τους πολέμους. Μετά τον Ιανουάριο του 1937, οι εθελοντές άρχισαν να λιγοστεύουν και ο εμφύλιος πόλεμος, και στα δύο στρατόπεδα, βασιζόταν πια στην υποχρεωτική στράτευση. Ως αποτέλεσμα, ένας πολιτοφύλακας τον Ιούλιο του 1936, ο οποίος είχε γίνει στρατιώτης ένα χρόνο αργότερα, αν εγκατέλειπε την ταξιαρχία του, αηδιασμένος από την πολιτική των δημοκρατικών, μπορούσε να συλληφθεί και να εκτελεσθεί ως λιποτάκτης».22 Δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι «επαναστάτες» της CNT δεν επιχείρησαν ποτέ να ξεκινήσουν ένα αντάρτικο καταλήψεων γης στα μετόπισθεν του Φράνκο ή να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία του Μαρόκου, υπονομεύοντας έτσι την κοινωνική και στρατιωτική βάση των Φαλλαγγιτών. «Ο εμφύλιος πόλεμος είναι η ανώτερη έκφραση της ταξικής πάλης, σύμφωνα με τον Τρότσκι. Σωστά…, αρκεί να προσθέσει κανείς ότι ο εμφύλιος πόλεμος είναι επίσης, πολύ συχνότερα μάλιστα, η μορφή ενός αδύνατου κοινωνικού αγώνα ή ενός κοινωνικού αγώνα που έχει αποτύχει. όταν οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν να τεθούν ως τέτοιες, εμφανίζονται ως συγκρούσεις μεταξύ ιδεολογικών ή εθνικών μπλοκ, απομακρύνοντας ακόμα περισσότερο την ανθρώπινη χειραφέτηση».23 Το δίλημμα που πρόβαλαν το ’36 οι CNT-FAI και η UGT («φασισμός ή δημοκρατία») δεν αναδύεται ποτέ για την επαναστατική προοπτική. Ως συλλογική ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών ενάντια στη δικτατορία της αξίας, ο κομμουνισμός μπορεί να υπάρξει μόνο με την καταστροφή οποιασδήποτε κρατικής μορφής. Η πάλη ενάντια στο κεφάλαιο είναι και πάλη ενάντια σε οποιαδήποτε πολιτική μορφή του. Το ερώτημα σχετικά με την κατάλληλη μορφή του κράτους αφορά μόνο το κεφάλαιο, το οποίο συνεχώς αναζητά το ευνοϊκότερο περιβάλλον για την αξιοποίησή του. Όσες φορές οι προλετάριοι ταύτισαν τα συμφέροντά τους με την υπεράσπιση της μίας ή της άλλης μορφής κράτους, αυτό που ουσιαστικά έκαναν ήταν να παραδοθούν στο κεφάλαιο. Ανεχόμενοι μία πόλωση ανάμεσα σε αστικά μπλοκ, ενεπλάκησαν σε έναν αγώνα που τους καθιστούσε ανίκανους να υπερασπιστούν τα ταξικά τους συμφέροντα και ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του κράτους, την αναζωογόνηση του κεφαλαίου και την καταστολή του ταξικού κινήματος. Εξάλλου, η επιστροφή του κράτους στη δημοκρατική του μορφή δεν εγγυάται την ανανέωση της ταξικής πάλης. Συχνά, μετά την πτώση των φασιστικών καθεστώτων, στην εξουσία ήρθαν εργατικά κόμματα, τα οποία είχαν ως στόχο να προσδέσουν την εργατική τάξη στο άρμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο φασισμός, μακράν του ν’ αποτελεί ένα «ανορθολογικό» ιστορικό επεισόδιο, υπήρξε ένας ιστορικά συγκεκριμένος ορθολογικός τρόπος οργάνωσης του κράτους και του κεφαλαίου. Ήταν μία προσπάθεια ξεπεράσματος της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στην οποία είχε περιέλθει ο καπιταλισμός μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η δημοκρατία μπορεί να κατάφερε να καταστείλει την επανάσταση σε χώρες όπως η Γερμανία κι η Ιταλία, αλλά αποδείχτηκε ανίκανη να αναδιαρθρώσει και να αναπτύξει το κεφάλαιο. Η λειτουργία που επιτέλεσε ο φασισμός ήταν ότι ισχυροποιώντας το κράτος, το έκανε ικανό να διαχειρίζεται συνολικά την καπιταλιστική κοινωνία, ενοποιώντας οικονομικά και πολιτικά το κεφάλαιο. Προώθησε το βιομηχανικό κεφάλαιο, ενσωμάτωσε βίαια την εργατική τάξη και προβάλλοντας έντονα την εθνική ταυτότητα προσέφερε την απαραίτητη ιδεολογία για την επίτευξη της λαϊκής ενότητας. Ο βίαιος τρόπος με τον οποίο επιβλήθηκε η φασιστική οργάνωση της κοινωνίας, δεν μπορεί να αναχθεί σε προϊόν ενός παρανοϊκού κόσμου. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο βίαια από τα επιτεύγματα των δημοκρατικών κρατών. Ο φασισμός και η δημοκρατία αποτελούν μορφές του καπιταλιστικού κράτους, το οποίο δε διστάζει όποτε χρειάζεται να ασκήσει ωμά την ισχύ του για να πειθαρχήσει το προλεταριάτο και να διατηρήσει την καπιταλιστική σχέση. Όποιες κι αν είναι οι ιδεολογικές διαφορές των αντιφασιστών, ο αγώνας τους, δέσμιος του περιεχομένου του, θα καταλήγει πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα: στην υπεράσπιση της δημοκρατίας. Η δημοκρατική θεώρηση της κοινωνίας ως συνόλου ατόμων με ιδιωτικά συμφέροντα, καταλήγει στη δημιουργία μίας δύναμης η οποία υψώνεται πάνω από το κάθε ατομικό συμφέρον και η οποία εγγυάται την υπεράσπιση όλων των ατομικών συμφερόντων: το κράτος. Όταν οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία του κράτους, αυτό μετακινήθηκε προς περισσότερο ολοκληρωτικές μορφές. Μέσα από αυτή τη διαδικασία εναλλαγής πολιτικών μορφών το κράτος και το κεφάλαιο διατηρήθηκαν αλώβητα. «Γεννημένη ως χιμαιρική λύση του προβλήματος του διαχωρισμού της ανθρώπινης δραστηριότητας και της κοινωνίας, η δημοκρατία ποτέ δε θα μπορέσει να επιλύσει το πρόβλημα της πλέον διαχωρισμένης κοινωνίας σε ολόκληρη την ιστορία. Ο αντιφασισμός πάντα θα καταλήγει να αυξάνει τον ολοκληρωτισμό . ο αγώνας του για ένα δημοκρατικό κράτος θα καταλήγει στην ενίσχυση του κράτους».24

*

Η μπροσούρα του Seidman αποδεικνύει γιατί δίπλα στους γνωστούς πολιτικούς εκφραστές της φορντιστικής οργάνωσης του βιομηχανικού καπιταλισμού το μεσοπόλεμο (φασίστες, σοσιαλιστές, μπολσεβίκους, σταλινικούς, φιλελεύθερους) πρέπει να προσθέσουμε και τους αντιφασίστες αναρχικούς των CNT-FAI. Δείχνει όμως και κάτι άλλο, ακόμα σημαντικότερο: ότι η ιστορία του εργατικού κινήματος πρέπει ν’ απαγκιστρωθεί από την εμμονή με την ιστορία των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και να «κατέβει» στο επίπεδο της καθημερινής ζωής της τάξης. Να γίνει δηλαδή πραγματική ιστορία των εργατικών αγώνων. Η δουλειά του Seidman μας υποδεικνύει επίσης που πρέπει να στραφούμε αν θέλουμε να καταγράψουμε τις πραγματικές ταξικές συγκρούσεις της δικής μας εποχής. Πόσο γνωρίζουμε πράγματι τι συμβαίνει μέσα στους εργασιακούς χώρους σήμερα; Ποιες είναι οι συγκρούσεις, οι αρνήσεις της εργασίας, οι χειρονομίες αντίστασης των εργατών και των εργατριών που μένουν κρυμμένες πίσω από τις μεγαλοστομίες και την εικονική πραγματικότητα των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΠΑΜΕ κλπ (για ν’ αναφερθούμε στην περίπτωση της Ελλάδας); Με ποιο τρόπο η «συνέχεια της προλεταριακής κουλτούρας» (που δεν είναι απαραίτητα ριζοσπαστική) μπορεί να καταδειχτεί σήμερα; Όλα αυτά τα ερωτήματα μας επαναφέρουν στην καίρια συζήτηση για την εργατική έρευνα, την οποία εγκαινιάσαμε σε μια προηγούμενη έκδοση του Κόκκινου Νήματος και στην οποία ελπίζουμε ότι θα επανέλθουμε σύντομα.

Κόκκινο Νήμα

Ιούνιος 2006

1 Ο πρωτότυπος τίτλος του κειμένου είναι Towards a History of Workers’ Resistance to Work: Paris and Barcelona during the French Popular Front and the Spanish Revolution, 1936-38 και δημοσιεύτηκε στο Journal of Contemporary History, vol. 23 (1988). Aργότερα ενσωματώθηκε σε μια ευρύτερη εργασία του συγγραφέα με τίτλο Workers Against Work: Labor in Paris and Barcelona during the Popular Fronts (University of California Press, 1991). O Seidman είναι σήμερα καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στοWilmington. Άρχισε να ασχολείται με τα ζητήματα του εργατικού ελέγχου και της αυτοδιαχείρισης στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν ακόμα ήταν φοιτητής του ιστορικού τμήματος του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεη. Εκείνη την εποχή ήταν μέλος μιας μικρής ομάδας που αναζητούσε μια εναλλακτική, ριζοσπαστική απάντηση στο σταλινισμό. Εξoύ και το ενδιαφέρον για την ιστορία των αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστικών κινημάτων. Κάποια από τα μέλη της ομάδας έφτιαξαν το περιοδικό Processed World και ο Seidman κατέληξε στην Ευρώπη, όπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ξεκίνησε μια σοβαρή αρχειακή έρευνα για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και το γαλλικό Λαϊκό Μέτωπο. Την ίδια εποχή, στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη, ήρθε σε επαφή με «υπεραριστερές» ομάδες όπως η Echanges et Mouvement και η Etcetera, οι οποίες εξέδιδαν και τα ομώνυμα έντυπα. Η «κριτική της εργασίας» που αποτελούσε τη ραχοκοκκαλιά των αντιλήψεων αυτών των ομάδων άσκησε αποφασιστική επιρροή πάνω στο νεαρό ιστορικό, ο οποίος αποφάσισε να εφαρμόσει την ίδια κριτική στην παραγωγικίστικη ιδεολογία και πρακτική των CNT-FAI. Αποτέλεσμα της εντατικής και χρόνιας ιστορικής του έρευνας ήταν το άρθρο που δημοσιεύουμε και το προαναφερόμενο βιβλίο. Μέσα στη δεκαετία του ’90 συνέχισε την έρευνά του πάνω στην αντίσταση των εργατών στην εργασία και την ιδεολογία της θυσίας, με αποτέλεσμα ένα δεύτερο βιβλίο για την Ισπανία, το Republic of Egos: A Social History of the Spanish Civil War (Univerity of Wisconsin Press, 2002).

2 Τα στοιχεία προέρχονται από το άρθρο του Seidman, Agrarian Collectives during the Spanish Revolution and Civil War, European History Quarterly, vol. 30 (2), 2000. Οι αναρχικές πηγές συνήθως αναφέρουν υψηλότερους αριθμούς συμμετοχής. Βλ. Sam Dolgoff, Αναρχικές Κολλεκτίβες (Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1982), σ. 134.

3 Χοσέ Πεϊράτς, Οι Αναρχικοί στην Πολιτική Κρίση της Ισπανίας (Μπουένος Άιρες, 1964). Αναφέρεται στο Dolgoff, ό.π., σ. 185-187, 192.

4 Dolgoff, ό.π., σ. 142.

5 Αναφέρεται στο Dolgoff, ό.π., σ. 151.

6 Dolgoff, ό.π., σ. 141.

7 Βλ. το Σύμφωνο UGT και CNT (Μάρτιος 1938), όπου για πρώτη φορά υποστηρίζεται ανοιχτά η εθνικοποίηση της γης και ο έλεγχος της αγροτικής παραγωγής από το κράτος. Αποσπάσματα από αυτό το Σύμφωνο Ενότητας ανάμεσα στη CNT και την UGT θα βρει κανείς στο Βέρνον Ρίτσαρντς, Διδάγματα από την Ισπανική Επανάσταση (Ελεύθερος Τύπος, 1996), σ. 188-195.

8 Ολόκληρο το Διάταγμα περιέχεται στη συλλογή ντοκουμέντων του Αουγκουστίν Σούχυ με τίτλο Κολλεκτιβοποιήσεις: Το δημιουργικό έργο της Ισπανικής Επανάστασης (1936-1939). Αυτά τα ντοκουμέντα συμπεριλαμβάνονται στην ελληνική ανθολογία κειμένων για την ισπανική επανάσταση με τίτλο Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος: Ανατομία της Ισπανικής Επανάστασης (Ελεύθερος Τύπος, 1996).

9 Diego Abad de Santillan, El anarquismo y la revolucion en Espana: escritos 1930-1938. Αναφέρεται στο Seidman, Workers Against Work, ό.π. σ. 46.

10 Seidman, ό.π., σ. 96-98.

11 Μετά το τέλος αυτού του κύκλου αγώνων και κυρίως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όσες φορές οι εργάτες και οι εργάτριες αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο ενός εργοστασίου, περισσότερο το έκαναν ως μια προσπάθεια να διατηρήσουν τους μισθούς τους όταν το εργοστάσιο έκλεινε παρά ως πρακτική εξέγερσης.

12 Ζιλ Ντωβέ - Καρλ Νεζίκ, Προλεταριάτο και εργασία: Μια ιστορία αγάπης; Στα ελληνικά στο 11ο τεύχος του περιοδικού Τα Παιδιά της Γαλαρίας, σ. 77.

13 Η UGT και η CNT υποστήριζαν ότι έπρεπε να καθιερωθεί ένας μισθός ο οποίος θα είναι προσδεμένος στο κόστος ζωής και θα λαμβάνει υπόψη τις επαγγελματικές κατηγορίες καθώς και την παραγωγικότητα. Υπ’ αυτή την έννοια, στους εργασιακούς κλάδους που ελέγχονταν από τα συνδικάτα προωθείτο η αρχή: «όσο πιο μεγάλη και καλύτερη η παραγωγικότητα τόσο μεγαλύτερος ο μισθός», χωρίς διάκριση φύλου –υποτίθεται.
14 Το 1930, οι γυναίκες αποτελούσαν το 12,6% της συνολικής εργατικής δύναμης. Αυτό εξηγείται κυρίως από την επαγγελματική τους προσωρινότητα. Μερικές ξεκινούσαν να εργάζονται στα 12 ή στα 14 τους χρόνια, αλλά τα παρατούσαν αμέσως μόλις παντρεύονταν, δηλαδή γύρω στην ηλικία των 25-30. Μπορούμε να δούμε την ιεραρχία των μισθών στο παράδειγμα του εργοστασίου Espana Industrial, όπου πάνω από το μισό προσωπικό ήταν γυναίκες, αλλά αυτές πληρώνονταν 45-55 πεσέτας την εβδομάδα, ενώ οι άνδρες 52-68. Η πρακτική των εργατικών οργανώσεων αποκαλύπτει τόσο την προσπάθεια ενσωμάτωσής τους στην παραγωγική διαδικασία όσο και την αντιμετώπιση των γυναικών ως υποτιμημένου κομματιού της συνολικής εργατικής δύναμης. Ο ηγέτης του συνδικάτου των ξυλουργών της UGT υποστήριζε ότι, «με κάποιες τιμητικές εξαιρέσεις», οι γυναίκες ήταν ικανές μόνο για «απλά» καθήκοντα, όπως λουστράρισμα, και όχι για βαριές ή δύσκολες δουλειές. Το συνδικάτο των εργατών υγείας της UGT υποστήριζε ότι το μονοπώλιο της CNT στην αγορά εργασίας στεκόταν εμπόδιο στο να προσληφθούν περισσότερες γυναίκες, οι οποίες ήταν «βιολογικά» πιο κατάλληλες για θέσεις που είχαν να κάνουν με την περίθαλψη. Η γυναικεία οργάνωση της CNT, Mujeres Libres, η οποία ξεκίνησε με το στόχο της απελευθέρωσης των γυναικών, κατέληξε να πειθαρχεί τις ανυπάκουες εργάτριες. Χαρακτηριστικά είναι τόσο το περιστατικό της εργάτριας που κατηγορήθηκε για «ανηθικότητα», το οποίο αναφέρει το κείμενο που δημοσιεύουμε, όσο και η εκστρατεία των Mujeres Libres για την εξάλειψη της πορνείας. Οι πόρνες θα «θεραπεύονταν» μέσω της εργασίας και θα τους δινόταν η ευκαιρία να «αλλάξουν τη ζωή τους και να αποτελέσουν μέρος της κοινωνίας των εργατών». Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις γυναίκες στην επαναστατημένη Βαρκελώνη παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο Michael Seidman, Womens subversive individualism in Barcelona during the 1930s. [Μπορεί να βρεθεί στο libcom.org/library/michael-seidman]

15 Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, τόσο κατά τη διάρκεια της κατάληψης του εργοστασίου της ΒΦΛ φέτος στη Θεσσαλονίκη, όσο και στην περίπτωση της κατάληψης της Τρικολάν στη Νάουσα πριν δυο χρόνια, πολλοί αναρχικοί-αντιεξουσιαστές παρότρυναν τους εργάτες και τις εργάτριες να πάρουν την παραγωγή στα χέρια τους. Αυτές οι προτάσεις δεν είχαν καμιά απήχηση, ενώ τα αιτήματα των ίδιων των εργατριών στην Τρικολάν (όπως επίδομα ανεργίας ίσο με τον τελευταίο μισθό, αναγνώριση του χρόνου ανεργίας ως συντάξιμου χρόνου, αποπληρωμή των στεγαστικών δανείων των εργατριών από τον Ο.Ε.Κ.) τους ξεπέρασαν.

16 Καρλ Μαρξ, Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής (Α/συνέχεια, 1983).

17 Αναφέρεται στο Τζέημς Τζολ, Οι Αναρχικοί (Αθήνα, 1975), σ. 294.

18 Αναφέρεται στο Ζαν Μπαρώ, Φασισμός/Αντιφασισμός (Ελεύθερος Τύπος, 2002), σ. 58-9.

19 Αναφέρεται στο Τζέημς Τζολ, ό.π., σ. 298.

20 Ένα καλό παράδειγμα είναι ο Μάιος του 1937 στη Βαρκελώνη. Bλ. Χρονολόγιο.

21 Γνωστός θιασώτης αυτής της ερμηνείας ήταν ο Γκαστόν Λεβάλ: «Οι άνθρωποι απαιτούσαν από τη CNT και τη FAI την είσοδό τους και τη συνεργασία τους με την κυβέρνηση, για να επιτευχθεί η ενότητα δράσης και ο συντονισμός που θεωρούσαν απαραίτητα». Αναφέρεται στο Dolgoff, ό.π., σ. 117. Πώς διαπίστωσε η ηγεσία των CNT-FAI τις πραγματικές διαθέσεις της «κοινωνίας»; Ο Λεβάλ δε μας διαφωτίζει επ’ αυτού.

22 Ζιλ Ντωβέ, When Insurrections Die (Όταν πεθαίνουν οι εξεγέρσεις) [Μπορεί να βρεθεί στο www.geocities.com/CapitolHill/Lobby/2379/dauve.htm]. Στο Republic of Egos, ό.π., ο Seidman περιγράφει με εξοντωτικές λεπτομέρειες την πτώση από τον αρχικό αγωνιστικό ενθουσιασμό στον οππορτουνισμό και τον κυνισμό. Παράλληλα, παραθέτει άγνωστα μέχρι σήμερα περιστατικά λιποταξίας και συναδέλφωσης φαντάρων στο μέτωπο: στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού και Φαλλαγγίτες που αντάλλαζαν καπνό και εφημερίδες, έπαιζαν μπάλλα, έδιναν τρυφερά παρατσούκλια ο ένας στον άλλο, μοιράζονταν αλκοολούχα ποτά και αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο «σύντροφε». Σε μια περίπτωση, στη Μαδρίτη, μια ανενεργός οβίδα σταλμένη από τους «φασίστες» στους «δημοκρατικούς» έφερε την εξής επιγραφή: «Έκπληξη! Σύντροφοι… μην ανησυχείτε. Δε θα εκραγεί. Είμαστε μαζί σας». Βλ. ενδεικτικά, σ. 111, 119, 120, 197-8.

23 Ντωβέ, ό.π.

24 Ζαν Μπαρώ, ό.π., σ. 29-30.

Πρόλογος της ελληνικής έκδοσης στο βιβλίο των Aufheben: Πίσω από την Ιντιφάντα του 21ου αιώνα

Μάιος 2005 (PDF)

Μάιος 2005 (PDF)

Έχουν ήδη συμπληρωθεί τέσσερα χρόνια από τότε που ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα, η λεγόμενη Ιντιφάντα του Αλ-Aκσά, και πάνω από τρία χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το κείμενο που ακολουθεί. Αν και έκτοτε έχουν δημοσιευτεί στον ελληνικό και διεθνή Τύπο πάμπολλα άρθρα ή αναλύσεις πάνω στην Ιντιφάντα ―και αναμένεται να δημοσιευτούν ακόμα περισσότερα στο μέλλον― θεωρούμε ότι αυτό το κείμενο διατηρεί όχι μόνο την επικαιρότητά του αλλά και την ουσιαστική σημασία του. Kι’ αυτό λόγω της οπτικής γωνίας από την οποία προσεγγίζει το ζήτημα της αραβοϊσραηλινής διαμάχης γενικότερα και της Ιντιφάντα ειδικότερα, δηλαδή την οπτική γωνία του ταξικού ανταγωνισμού, η οποία δε δεσμεύεται από τις επιφανειακές μεταπτώσεις της συγκυρίας. Δημοσιεύτηκε στο 10ο τεύχος του βρετανικού περιοδικού Aufheben στις αρχές του 2002. Ποιό είναι αυτό το περιοδικό; Nα πως περιγράφει η εκδοτική του ομάδα τον εαυτό της: «Aufheben είναι το όνομα ενός περιοδικού και όχι μιας ομάδας. Eκδίδεται περίπου κάθε χρόνο από το 1992. H θεματολογία του εκτείνεται από την ανάλυση του κινήματος ενάντια στην κατασκευή δρόμων στην Aγγλία τη δεκαετία του ‘90 ως την κριτική του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο. O τίτλος του περιοδικού αναφέρεται σ’ έναν τρόπο προσέγγισης που είναι ανοιχτός στους άλλους παρά σε μια οργάνωση με μέλη, κλπ. O όρος Aufheben δεν μπορεί ν’ αποδοθεί με ακρίβεια στα αγγλικά. Στην καθομιλουμένη γερμανική γλώσσα έχει δύο αντιθετικές έννοιες. H μια είναι αρνητική: “καταργώ”, “ακυρώνω”, “διαλύω”, κλπ. H άλλη είναι θετική: “διατηρώ”, “υπερβαίνω”, κλπ. O Xέγκελ εκμεταλλεύτηκε το διπλό νόημα της λέξης και τη χρησιμοποίησε για να περιγράψει τη θετική-αρνητική δραστηριότητα μέσω της οποίας μια υψηλότερη μορφή σκέψης ή φύσης υπερβαίνει μια κατώτερη μορφή, ενώ την ίδια στιγμή “διατηρεί” τις “στιγμές της αλήθειας” της. H προλεταριακή επαναστατική άρνηση του κεφαλαίου, ο κομμουνισμός, είναι μια στιγμή μέσα στη θετική-αρνητική κίνηση του ξεπεράσματος ―το ίδιο και η θεωρητική της έκφραση, η μαρξική κριτική μέθοδος. Tο έργο όσων συμμετέχουν στο Aufheben εμπνέεται από τις καλύτερες στιγμές της πρόσφατης προλεταριακής θεωρίας και πράξης, όπως η Kαταστασιακή Διεθνής και το ιταλικό κίνημα της αυτονομίας? επιδιώκει όμως να υπερβεί τα όριά τους. Oι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συμμετέχουν στο Aufheben συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια του κινήματος ενάντια στον poll tax το 1990. Tο περιοδικό προέκυψε μέσα από ένα reading group που είχαμε ξεκινήσει εκείνη την εποχή περίπου. Διαβάζαμε τα Grundrisse και το Kεφάλαιο του Mαρξ, έχοντας ως στόχο να αναπτύξουμε τις ιδέες μας για να συνεισφέρουμε στην ταξική πάλη». Παρότι μέχρι τώρα έχουν γραφτεί πολλά, όπως είπαμε, για τον τρόπο με τον οποίο οι συγκρούσεις μεταξύ των κρατών της Mέσης Aνατολής ή οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, κυρίως την περίοδο του ψυχρού πολέμου, επηρέασαν την εξέλιξη της «ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης», ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί στον τρόπο που καθόρισαν τις εξελίξεις οι ταξικοί ανταγωνισμοί στο εσωτερικό των δύο κοινωνιών που μας ενδιαφέρουν εδώ? της ισραηλινής (τόσο μετά, όσο και πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, στο εσωτερικό της κοινότητας των πρώτων εβραίων εποίκων) και της παλαιστινιακής (τόσο των παλαιστινίων που κατοικούσαν στον ιστορικό γεωγραφικό χώρο της Παλαιστίνης, όσο και αυτών που μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ βρέθηκαν να κατοικούν επίσης στην Ιορδανία, το Λίβανο ή άλλα αραβικά κράτη). Το κείμενο του Aufheben αντιμετωπίζει το «παλαιστινιακό ζήτημα» ως στιγμή της απόπειρας επιβολής μιας «νέας παγκόσμιας τάξης» η οποία, στην πραγματικότητα, δεν αφορά απλά τις ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ κρατών αλλά το ζήτημα της πειθάρχησης του προλεταριάτου σε παγκόσμια κλίμακα. Σύμφωνα με την οπτική των συγγραφέων του κειμένου ―οπτική η οποία βρίσκει σύμφωνες τις δύο συλλογικότητες που πήραν από κοινού την πρωτοβουλία για την έκδοσή του στα ελληνικά― η ταξική πάλη αποτελεί τον παράγοντα που καθόρισε και εξακολουθεί να καθορίζει τις εξελίξεις στην περιοχή αυτή, όπως και παντού? η καθοριστική της όμως σημασία αλλοιώνεται καθώς αυτή η πάλη διαθλάται μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα του εθνικισμού, ο οποίος είναι μια ιστορικά συγκεκριμένη, αλλοτριωτική μορφή επίλυσης του κοινωνικού ζητήματος.

*

Για να καταλάβουμε τι συνέβη μέσα στον εικοστό αιώνα σ’ αυτή τη μικρή γωνιά της γης πρέπει να πάμε πολύ πίσω στο χρόνο. Η σταδιακή ενσωμάτωση της Παλαιστίνης στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά μέσω της πώλησης γης εκ μέρους των ντόπιων γαιοκτημόνων ―ενσωμάτωση η οποία επιταχύνθηκε μετά τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το πέρασμα της Παλαιστίνης υπό βρετανική «κηδεμονία»― καθώς και η αύξηση του πληθυσμού είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας, μικρής αρχικά, μάζας ακτημόνων αράβων εργατών, που αποτέλεσαν μια πρώτη δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού. Tο σιωνιστικό κίνημα, που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα, προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες που ανοίγονταν στην περιοχή, λόγω της σταδιακής κατάρρευσης της Oθωμανικής αυτοκρατορίας, και άρχισε ν’ αγοράζει γη ως πρώτο βήμα για την ίδρυση του κράτους του Iσραήλ. Η παρουσία όμως των ντόπιων αγροτών και εργατών σε μια περιοχή που πρόσφερε ελάχιστες ευκαιρίες απασχόλησης λόγω της υπανάπτυξής της, αποτελούσε ένα σοβαρό εμπόδιο στην προσπάθεια του Σιωνισμού να προσελκύσει εβραίους εποίκους από την Ευρώπη και να δημιουργήσει μακροπρόθεσμα έναν πληθυσμιακό πυρήνα ικανό να διεκδικήσει την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην περιοχή. Ήδη πριν από τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο η τάση που είχε αρχίσει να κυριαρχεί εντός του διεθνούς σιωνιστικού κινήματος ήταν αυτή του Eργατικού Σιωνισμού. O Eργατικός Σιωνισμός ήταν μια ιδεολογία «εθνικιστικού σοσιαλισμού» που προπαγάνδιζε την «οργανική ενότητα» του έθνους και την κινητοποίηση όλων των κοινωνικών τάξεων για την επίτευξη των εθνικών στόχων. Oι Eργατικοί δεν προωθούσαν απλώς τη διαταξική συνεργασία εντός του σιωνιστικού κινήματος αλλά και αυτό που θα ονομαζόταν αργότερα «εποικοδομητική» στρατηγική. Kατ’ αυτούς η εργατική τάξη όφειλε να καθοδηγήσει το σιωνιστικό κίνημα και να επιδιώξει μια στρατηγική δημιουργίας οικονομικών θεσμών και συνεργατικών αποικιών στην Παλαιστίνη. Oι θεσμοί αυτοί θα αποτελούσαν τις προδρομικές μορφές του μελλοντικού «εξισωτικού», «λαϊκού» και παραγωγικού έθνους-κράτους. H «εποικοδομητική» στρατηγική δημιουργίας μιας εβραϊκής Παλαιστίνης στηρίχθηκε στη συλλογή πόρων απ’ τη διεθνή αστική Σιωνιστική Oργάνωση, για τη χρηματοδότηση των οργανισμών που θα οργάνωναν την εγκατάσταση εκεί ενός μεγάλου αριθμού μεταναστών εργατών. Ως εκ τούτου, η ιδιωτική καπιταλιστική πρωτοβουλία τοποθετήθηκε σε δεύτερη μοίρα και οι εργατικές κολλεκτίβες, όπως τα κιμπούτς, έγιναν το κέντρο αυτής της προσπάθειας. (Aν και στην πραγματικότητα, ακόμα και το 1936, μόνο το 8% των μελών της Histadrut ζούσαν σε αυτά).[1] H Histadrut (Γενική Οργάνωση των Εβραίων Εργατών στο Έδαφος του Ισραήλ) ιδρύθηκε το 1920 από όλα τα κόμματα του Eργατικού Σιωνισμού. Mέλος της μπορούσε να γίνει ο οποιοσδήποτε εβραίος εργάτης ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. H Histadrut επεξεργάστηκε μια διττή τακτική για να προωθήσει τα σχέδια του Eργατικού Σιωνισμού. Αφενός, χρησιμοποιώντας τους πόρους που συγκέντρωνε στο εξωτερικό η Σιωνιστική Οργάνωση, κατόρθωσε να αναπτύξει μια κοινωνικο-οικονομική σφαίρα στην οποία απασχολούνταν αποκλειστικά εβραίοι. Αυτή η σφαίρα εκτεινόταν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας (κατασκευαστικές εταιρίες, γεωργικοί συνεταιρισμοί και κολλεκτίβες, εμπορικοί συνεταιρισμοί, κοινοτικές κατοικίες, τεχνικές σχολές, ταμεία αλληλοβοήθειας και κοινωνικής ασφάλισης). Αφετέρου, ασκούσε πιέσεις στους ιδιώτες εργοδότες (εβραίους και μη) και στις βρετανικές αρχές, που αποτελούσαν έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες, ώστε να προτιμούνται οι εβραίοι εργάτες από τους συνήθως φτηνότερους και λιγότερο απαιτητικούς άραβες εργάτες. Ταυτόχρονα ασκούσε πιέσεις και στους ίδιους τους εβραίους εργάτες ώστε να είναι λιγότερο απαιτητικοί και να δέχονται τις δύσκολες και κακοπληρωμένες εργασίες που τους προσφέρονταν. Στόχος αυτής της πολιτικής ήταν η «κατάκτηση της εργασίας», δηλαδή ο πολιτικός και οικονομικός έλεγχος από το εβραϊκό εργατικό κίνημα ενός όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κομματιού της τοπικής αγοράς εργασίας. Mέσω της ανάπτυξης μιας αυτόνομης κοινωνικο-οικονομικής σφαίρας στην Παλαιστίνη, ο Eργατικός Σιωνισμός κατάφερε να εξασφαλίσει όχι μόνο τη βιωσιμότητα του σιωνιστικού εγχειρήματος εν γένει, αλλά και τη δική του κυριαρχία στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας της Παλαιστίνης (Γισούβ) και, μακροπρόθεσμα, στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας μέχρι τη δεκαετία του ‘70. Παράλληλα, όπως συμβαίνει συχνά στη διάρκεια της προσπάθειας για τη δημιουργία ενός εθνικού κεφαλαίου στο εσωτερικό ενός (πρόσφατα δημιουργημένου ή υπό ίδρυση) έθνους-κράτους, η πολιτική αποκλεισμού των αράβων από την αγορά εργασίας και τις οικονομικές δραστηριότητες εν γένει συνοδεύτηκε και από την αρπαγή της γης τους. Mετά τον εβραϊκό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κατά των άγγλων και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το 1948, οι σιωνιστές, που μέχρι τότε είχαν καταφέρει ν’ αγοράσουν μόνο το 7% της παλαιστινιακής γης, προχώρησαν στην εκδίωξη των αράβων, οι οποίοι «πλεονάζουν» στο νέο κρατικό μόρφωμα. Tο μεγαλύτερο κομμάτι του αραβικού πληθυσμού των εδαφών που εντάχθηκαν στο νέο κράτος εξαναγκάστηκε να καταφύγει στην Ιορδανία ή στα εδάφη της σημερινής Δυτικής Όχθης, που τα προσάρτησε η Ιορδανία σε συμφωνία με το Ισραήλ. Δεν ήταν λίγοι οι παλαιστίνιοι που κατέφυγαν και σε άλλες αραβικές χώρες. Το κοινωνικό έλλειμμα που δημιουργήθηκε μετά την εκδίωξη του αραβικού πληθυσμού από τα εδάφη του κράτους του Ισραήλ, ήρθαν να καλύψουν οι εβραίοι της Ανατολής από την Ασία και την Αφρική, οι οποίοι, μαζί με τους Ισραηλινούς άραβες, δηλ. τους ντόπιους που παρέμειναν στις εστίες τους, κατέλαβαν την κατώτερη θέση στην κοινωνική ιεραρχία, αποτελώντας μια υποτιμημένη εργατική δύναμη. Το 1967, μετά τον «πόλεμο των έξι ημερών» και την κατάληψη της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, η αστική τάξη του Ισραήλ βρέθηκε να έχει στη διάθεσή της μια τεράστια δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού, η εκμετάλλευση του οποίου τη βοήθησε να «απορροφήσει» εν μέρει τις κοινωνικές συγκρούσεις που είχαν προκαλέσει οι αγώνες των φτωχών εβραίων της Ανατολής για να ενταχθούν ισότιμα στον ισραηλινό κοινωνικό σχηματισμό. Έτσι στην κατώτερη βαθμίδα της αγοράς εργασίας βρέθηκαν οι παλαιστίνιοι προλετάριοι των κατεχόμενων εδαφών. Όντας μια μερίδα του πληθυσμού που δε διέθετε καμία νομική υπόσταση μέσα στο κράτος του Ισραήλ, για να εργαστούν έπρεπε να εξασφαλίζουν ειδικές άδειες εργασίας και μετακίνησης? οι αμοιβές τους ήταν πολύ κατώτερες από εκείνες των άλλων εργαζομένων (ακόμα και από εκείνες των Iσραηλινών αράβων), ενώ όσοι δεν κατόρθωναν να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες άδειες, ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται παράνομα στο Ισραήλ, αποτελώντας αντικείμενο ακόμα σκληρότερης εκμετάλλευσης εκ μέρους των εργοδοτών τους. Συγχρόνως, τα κατεχόμενα εδάφη παρείχαν στο Ισραήλ τον «ζωτικό χώρο» που του ήταν απαραίτητος προκειμένου να μπορέσει να παράσχει ένα καλύτερο επίπεδο στέγασης και εγκατάστασης τόσο στους εβραίους της Ανατολής, ενσωματώνοντάς τους κοινωνικά, όσο και σε άλλους εβραίους που επιθυμούσαν να επιστρέψουν στη «Γη της Επαγγελίας». Η τύχη των παλαιστίνιων εργατών στα αραβικά κράτη δεν ήταν πιο ζηλευτή. Παντού αποτέλεσαν μια φτηνή εργατική δύναμη, η οποία μπορούσε να εκδιωχθεί στην πρώτη κοινωνικο-οικονομική κρίση που θα εκδηλωνόταν. Μετά τον πόλεμο του 1967, στην Ιορδανία, η συμμαχία ανάμεσα στους παλαιστίνιους των προσφυγικών καταυλισμών και την εργατική τάξη της Ιορδανίας θα οδηγήσει σε μια μεγάλη κοινωνική κρίση που θα απειλήσει την ίδια την ύπαρξη της ιορδανικής μοναρχίας και η οποία θα έχει σαν κατάληξη τη σφαγή των παλαιστινίων από τις ιορδανικές δυνάμεις ασφαλείας (ο περιβόητος «Μαύρος Σεπτέμβρης») και την «έξοδο» πολλών απ’ αυτούς προς τον Λίβανο το 1970. Και στο Λίβανο, λίγα χρόνια αργότερα, θα επαναληφτεί το ίδιο «σενάριο». Η συμμαχία «από τα κάτω» ανάμεσα στα ριζοσπαστικότερα κομμάτια της παλαιστινιακής και λιβανέζικης εργατικής τάξης θα θέσει σε κίνδυνο τις υπάρχουσες κοινωνικές ισορροπίες και τότε το ρόλο της καταστολής θα αναλάβουν οι δυνάμεις των Λιβανέζων «φαλαγγιτών», με τη σφαγή του Τελ-αλ-Ζαατάρ (1976). Τέλος, για να θυμηθούμε και ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα, στη διάρκεια του πρώτου πολέμου κατά του Ιράκ (1991) οι παλαιστίνιοι εργάτες, με το πρόσχημα ότι η ΟΑΠ υποστήριξε το καθεστώς του Σαντάμ, εκδιώχθηκαν από τα αραβικά κράτη του Κόλπου, για να αντικατασταθούν με φτηνότερους και λιγότερο «απείθαρχους» εργαζόμενους από χώρες της Άπω Ανατολής (Φιλιππίνες, Ταϋλάνδη, κλπ.). Mέχρι το 1967 το καθεστώς καπιταλιστικής συσσώρευσης στο Iσραήλ χαρακτηριζόταν από το διευρυμένο ρόλο του κράτους και της Histadrut. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός κρατικών επιχειρήσεων, ενώ το 24% των μισθωτών απασχολείτο σε εταιρείες και συνεργατικές που συνδέονταν με τη Histadrut. Tο κράτος επένδυε στην υποδομές και την κατοικία, ενώ ταυτόχρονα παρείχε επιδοτήσεις και κίνητρα στο ιδιωτικό κεφάλαιο το οποίο με τα χρόνια κατέληξε ν’ απορροφήσει το δημόσιο κεφάλαιο. H κατοχή του 1967 έβγαλε το καθεστώς εντατικής συσσώρευσης από την κρίση στην οποία είχε περιέλθει εκείνη την εποχή και το μετέτρεψε σε προστατευμένη πολεμική οικονομία βασισμένη στα οπλοδολλάρια, την αμερικανική βοήθεια και το στασιμοπληθωρισμό. Η πίεση όμως που άσκησε η πρώτη Ιντιφάντα του 1987, μια σειρά διεθνών γεωπολιτικών εξελίξεων (κατάρρευση του μπλοκ του κρατικού καπιταλισμού το 1989, ένταξη των περισσότερων αραβικών κρατών στην υπό την ηγεσία των HΠA συμμαχία εναντίον του Ιράκ το 1991), η μείωση του παγκόσμιου εμπορίου όπλων και η αυξανόμενη διεθνοποίηση της ισραηλινής οικονομίας την οδήγησαν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 σε κρίση συσσώρευσης. H νεοφιλελεύθερη φράξια του κεφαλαίου που βρισκόταν στην εξουσία ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 αναγκάστηκε έτσι να περάσει από τα «κέρδη του πολέμου» στα «μερίσματα της ειρήνης». Tο Ισραήλ πρότεινε το 1992 για πρώτη φορά ένα σχέδιο σταδιακής διευθέτησης του «παλαιστινιακού ζητήματος» απευθείας στους παλαιστίνιους ηγέτες και όχι στα αραβικά κράτη. Φυσικά, αυτό το σχέδιο, που κατέληξε στις Συμφωνίες του Όσλο, προτάθηκε στη «μόνη διεθνώς αναγνωρισμένη οργάνωση των παλαιστινίων», την ΟΑΠ, που, όπως δείχνει το κείμενο του Aufheben, αν και είχε ήδη απωλέσει την εμπιστοσύνη του παλαιστινιακού πληθυσμού αρκετά πριν από την πρώτη Ιντιφάντα, μπόρεσε λόγω των αδυναμιών της εξέγερσης και της αναγνώρισής της από το Iσραήλ να ξαναστηθεί στα πόδια της. H ισραηλινή αστική τάξη πίστευε ότι μέσα από τις συμφωνίες θα κατόρθωνε ν’ αναδιαρθρώσει την οικονομία, ν’ απαλλαγεί από ένα ενοχλητικό δημογραφικό και κοινωνικό πρόβλημα και ταυτόχρονα ν’ αναθέσει το κόστος της αστυνόμευσης και αναπαραγωγής της παλαιστινιακής εργατικής τάξης σε μια Παλαιστινιακή Aρχή. Πράγματι, αν και οι δυνάμεις ασφαλείας της παλαιστινιακής αρχής, λόγω του ισχνού οπλισμού τους που προβλεπόταν από τις συμφωνίες του Όσλο, αδυνατούσαν ν’ αμφισβητήσουν την υπεροπλία του κράτους του Ισραήλ, ήταν εν τούτοις υπεραρκετές για την αστυνόμευση του παλαιστινιακού πληθυσμού των κατεχομένων εδαφών. Συγχρόνως η ισραηλινή αστική τάξη είχε και άλλα οφέλη από τις συμφωνίες του Όσλο. Πρώτον, οι σχέσεις του Ισραήλ με τον αραβικό κόσμο μπήκαν σε μια τροχιά εξομάλυνσης και καταργήθηκε το εμπάργκο που είχαν επιβάλλει οι αραβικές χώρες στο κράτος του Ισραήλ και στις εταιρίες που συνεργάζονταν με αυτό. Δεύτερον, από τη στιγμή που η οριστική διευθέτηση του εδαφικού ζητήματος είχε παραπεμφθεί σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις, το Ισραήλ μπόρεσε, όντας σε θέση ισχύος, να συνεχίσει τον εποικισμό των κατεχόμενων εδαφών, «τακτοποιώντας» εβραίους που μετοίκησαν στο Ισραήλ κυρίως από την ΕΣΣΔ μετά τη διάλυσή της? τρίτον, βρήκε το χρόνο ν’ αντικαταστήσει τους απείθαρχους παλαιστίνιους εργάτες με πιο πειθαρχημένους μετανάστες? και, τέταρτον, δε στερήθηκε τη δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού που αποτελούν τα κατεχόμενα εδάφη, από τη στιγμή που, σε συνεργασία με παλαιστίνιους υπεργολάβους, μια σειρά ισραηλινών επιχειρήσεων εγκαταστάθηκαν στις «παρυφές» των κατεχομένων εδαφών, εκμεταλλευόμενες το διαθέσιμο φτηνό εργατικό δυναμικό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ισραηλινή αστική τάξη διασφάλισε επίσης ότι δεν επρόκειτο να αναπτυχθεί στα εδάφη υπό τον έλεγχο της EΠΑ (Eθνική Παλαιστινιακή Αρχή) μια αυτόνομη παλαιστινιακή οικονομία ανταγωνιστική προς την ισραηλινή.

*

Tο κείμενο του Aufheben σταματάει στους πρώτους μήνες της δεύτερης Iντιφάντα η οποία υποκινήθηκε από τη δυσαρέσκεια του παλαιστινιακού πληθυσμού για τις επιπτώσεις του Όσλο. Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από τη συγγραφή του κειμένου έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Σε τοπικό επίπεδο, το κράτος του Ισραήλ περιόρισε δραστικά τις αρμοδιότητες της ΕΠΑ, καταστρέφοντας πολλές από τις υποδομές που είχαν δημιουργηθεί στις πολιτικά αυτόνομες παλαιστινιακές περιοχές. Επίσης για τέσσερα σχεδόν χρόνια «πάγωσε» οποιαδήποτε πολιτική πρωτοβουλία, αρνούμενο να έχει επαφές με τον Γιασέρ Αραφάτ, πρόεδρο της ΕΠΑ. Ο ίδιος ο Αραφάτ όλα αυτά τα χρόνια παρέμεινε ουσιαστικά «αιχμάλωτος» μέσα στο αρχηγείο του στη Ραμάλα, αφού το Ισραήλ αρνιόταν να εγγυηθεί ότι θα του επιτραπεί να επιστρέψει στη Ραμάλα εάν αποφάσιζε να μεταβεί σε μια άλλη περιοχή υπό τη δικαιοδοσία της ΕΠΑ. Το κράτος του Ισραήλ προέβαλε την αιτιολογία ότι η ΕΠΑ και ο Αραφάτ προσωπικά συνεργάζονται με τους τρομοκράτες και θεωρούσε ως απαραίτητο όρο για την επανάληψη των συνομιλιών τον τερματισμό των επιθέσεων εναντίον των πολιτών και των στρατιωτών του. Tο πραγματικό ζήτημα με τον Aραφάτ ήταν ότι, παρά τη συνεργασία του με το κράτος του Iσραήλ τα προηγούμενα χρόνια, βόλευε να χρησιμοποιηθεί ως αποδιοπομπαίος τράγος. Ήταν αυτός που, για να περισώσει τη φθίνουσα δημοτικότητά του το 2000, είχε απορρίψει τη «γεναιόδωρη προσφορά» του Mπαράκ στο Kαμπ Nτέηβιντ (βλ παρακάτω, σελ. 65). Παράλληλα το κράτος του Ισραήλ προσπάθησε να καθορίσει τις εξελίξεις μέσα στην ΕΠΑ καθώς και στο εσωτερικό των παλαιστινιακών οργανώσεων, συλλαμβάνοντας ορισμένα μέλη τους, ανάμεσά τους και τον Μαρβάν Μπαργούτι, υψηλόβαθμο στέλεχος της Φατάχ, της μεγαλύτερης παλαιστινιακής οργάνωσης την οποία ίδρυσε ο ίδιος ο Αραφάτ. O Μπαργούτι ήταν πολύ δημοφιλής στους παλαιστίνιους και θεωρείτο ως ένας από τους πιθανούς «διαδόχους» του Αραφάτ. Tαυτόχρονα, το κράτος του Ισραήλ εντατικοποίησε την πολιτική των «επιλεκτικών δολοφονιών», επιλέγοντας ως στόχους ηγετικά στελέχη των παλαιστινιακών πολιτικών οργανώσεων. Τα πιο γνωστά θύματα αυτής της πολιτικής είναι χωρίς αμφιβολία ο Σεΐχης Γιασίν, πνευματικός ηγέτης της Χαμάς, και ο διάδοχός του στην ηγεσία της οργάνωσης, ο Αμπντέλ Αζίζ Αλ Ραντίζι. Με αυτές τις δολοφονίες , το κράτος του Ισραήλ έθεσε τέρμα στην «ασυλία» που απολάμβαναν τα στελέχη των πολιτικών οργανώσεων, υπενθυμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι όλοι οι παλαιστίνιοι ανεξαιρέτως αποτελούν εν δυνάμει στόχους. Έτσι, το 2004 ο Aμπού Mάζεν, στέλεχος της Φατάχ και δεξί χέρι του Aραφάτ, μπόρεσε να εμφανιστεί και να διαφημιστεί ως «ρεαλιστής», αφού όλοι οι παλαιστίνιοι εθνικιστές που τον στηρίζουν είχαν εν τω μεταξύ φτάσει σε πολιτικό και στρατιωτικό αδιέξοδο. Ταυτόχρονα, το κράτος του Ισραήλ υιοθέτησε μια σκληρή πολιτική αντιποίνων ενάντια στον παλαιστινιακό πληθυσμό εν γένει, πραγματοποιώντας πολύνεκρες επιδρομές σε πόλεις και προσφυγικούς καταυλισμούς που βρίσκονται στο εσωτερικό των αυτόνομων παλαιστινιακών περιοχών (σύμφωνα με τις ισραηλινές αρχές «ορμητήρια των τρομοκρατών»), κατεδαφίζοντας οικίες παλαιστινίων και πραγματοποιώντας πολυάριθμες συλλήψεις ως απάντηση στις επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον αμάχων ή στρατιωτών. Σε διεθνές επίπεδο, το κράτος του Ισραήλ όλο αυτό τον καιρό διέθετε την αμέριστη υποστήριξη των ΗΠΑ, οι οποίες άσκησαν πιέσεις μόνο προς την παλαιστινιακή πλευρά. Μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και την κήρυξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», το κράτος του Ισραήλ έγινε ο κύριος στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να επανασχεδιάσουν ριζικά το χάρτη της περιοχής. Πρόσφατα οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι οι μελλοντικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του κράτους του Ισραήλ και της ΕΠΑ για την εξεύρεση μιας πολιτικής λύσης στο «παλαιστινιακό ζήτημα» θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους την πληθυσμιακή πραγματικότητα που διαμόρφωσε η παρουσία των εβραϊκών οικισμών εποίκων στη Δυτική Όχθη. Ένα από τα βασικά μέτρα που υιοθέτησε το κράτος του Ισραήλ για να απαντήσει, όπως λέει, στις επιθέσεις εναντίον του ―επιθέσεις που το ίδιο τροφοδότησε μετά το 2000― ήταν ο αποκλεισμός των αυτόνομων παλαιστινιακών περιοχών ή ο αποκλεισμός των περιοχών από τις οποίες υποτίθεται ότι προέρχονταν οι δράστες των επιθέσεων. Kαθώς οι περισσότεροι παλαιστίνιοι εργάτες απασχολούνταν σε επιχειρήσεις μέσα στο Ισραήλ, το μέτρο αυτό τους στέρησε το εισόδημα τους. Σήμερα, η πλειοψηφία των παλαιστινίων ζει με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα. Eπιπλέον «πάγωσε» κάθε οικονομική δραστηριότητα στις παλαιστινιακές περιοχές.[2] Ήδη από την πρώτη Ιντιφάντα είχε παρουσιαστεί η τάση αντικατάστασης του παλαιστινιακού εργατικού δυναμικού με εργάτες που προέρχονταν από την Ανατολική Ευρώπη. Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα ήδη από τότε την αύξηση της ανεργίας ανάμεσα στους παλαιστίνιους. Αυτό το «πλεονάζον» εργατικό δυναμικό δεν μπόρεσε να απορροφηθεί στις οικονομικές δομές που αναπτύχθηκαν στις αυτόνομες παλαιστινιακές περιοχές μετά τις Συμφωνίες του Όσλο (μοναδική εξαίρεση ίσως αποτελεί η κατηγορία των πρώην μαχητών της Φατάχ, και πρόσφατα και των άλλων οργανώσεων, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό στελέχωσαν την αστυνομία και τις δυνάμεις ασφαλείας της ΕΠΑ). Σήμερα αυτή η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο καθώς ο αποκλεισμός των παλαιστινιακών εδαφών σε συνδυασμό με τη διάλυση των δομών της ΕΠΑ και την κατασκευή του Τείχους Ασφαλείας έχουν οδηγήσει ένα μεγάλο κομμάτι των παλαιστίνιων μακριά από την παραγωγική διαδικασία, αναγκάζοντάς το να βασίζεται στη διεθνή βοήθεια ή στη φιλανθρωπία για να επιβιώσει. Λόγου χάρη, στην Τζενίν, η ανεργία μετά το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα άγγιξε το 68% από 48% που ήταν πριν απ’ αυτήν. Στο κοινωνικό επίπεδο αυτή η νέα πραγματικότητα έχει οδηγήσει και σε μια σημαντική επιδείνωση της θέσης της γυναίκας μέσα στην παλαιστινιακή κοινωνία. Αν και οι παλαιστίνιες είναι από τις πιο μορφωμένες γυναίκες του αραβικού κόσμου και κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα συμμετείχαν ενεργά στην εξέγερση, κατακτώντας ένα σημαντικό βαθμό χειραφέτησης, τώρα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. H μαζική ανεργία που πλήττει τους άντρες και η συνεπακόλουθη κοινωνική περιθωριοποίησή τους, τους αφήνει ως μοναδικό χώρο στον οποίο μπορούν να ασκήσουν την κυριαρχία τους το χώρο του σπιτιού ασκώντας βία εις βάρος των γυναικών και επιβάλλοντας τη συμμόρφωσή τους με τους παραδοσιακούς οικογενειακούς κανόνες. Επίσης η διάλυση μεγάλου μέρους των κοινωνικών δομών επιτρέπει να μένουν ατιμώρητα τα «εγκλήματα τιμής» και τα εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης στο εσωτερικό της οικογένειας και ιδιαίτερα τα αιμομικτικά. [3] Αν ο αποκλεισμός των παλαιστινιακών εδαφών έχει απομακρύνει πολλούς παλαιστίνιους εργάτες από τις θέσεις εργασίας τους στο Ισραήλ, η κατασκευή του Τείχους Ασφαλείας έρχεται για πολλοστή φορά μέσα σε έναν αιώνα να εκδιώξει τους παλαιστίνιους αγρότες από τη γη τους, συνεχίζοντας την αέναη διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης. Το Τείχος Ασφαλείας προτάθηκε για πρώτη φορά το Nοέμβριο του 2000 από τον τότε πρωθυπουργό Mπαράκ και άρχισε να οικοδομείται τον Iούνιο του 2002. Σύμφωνα με τις ισραηλινές αρχές το Τείχος αποτελεί την απάντηση του κράτους του Ισραήλ στις συνεχιζόμενες επιθέσεις αυτοκτονίας κατά των ισραηλινών πόλεων και των στρατιωτικών φυλακίων στις διόδους προς το Ισραήλ. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα σχέδια το μήκος του θα φτάνει τα 620 χλμ.? το Tείχος αποτελείται από ένα ηλεκτροφόρο συρμάτινο φράχτη (στα σημεία που βρίσκονται κοντά σε πόλεις και χωριά είναι τσιμεντένιος) εφοδιασμένο με συστήματα συναγερμού και παρακολούθησης για να διαπιστώνονται τυχόν παραβιάσεις του. Κατά μήκος του Tείχους είναι τοποθετημένοι πύργοι ελέγχου και φυλάσσεται από περιπολίες μηχανοκίνητων τμημάτων του ισραηλινού στρατού. Οι παλαιστίνιοι θα εφοδιαστούν με ειδικές άδειες για να περνούν από τις ειδικές πύλες που προβλέπεται να κατασκευαστούν. Αν και ο δηλωμένος σκοπός του Tείχους είναι να αποκόψει και να «προφυλάξει» τα ισραηλινά εδάφη και τους εβραϊκούς οικισμούς εποίκων στη Δυτική Όχθη, ο ουσιαστικός σκοπός του είναι να αποκόψει τα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη μεταξύ τους και, το κυριότερο, να αποκόψει τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών από τη γη τους και τους φυσικούς πόρους. Μόνο για την κατασκευή του Tείχους απαιτείται η απαλλοτρίωση γεωργικών εκτάσεων που ανήκουν σε παλαιστίνιους αγρότες, η καταστροφή των καλλιεργειών και του αρδευτικού δικτύου. Μετά την ολοκλήρωση του Tείχους μέσα στο 2005 υπολογίζεται ότι μεγάλες αγροτικές εκτάσεις θα γίνουν απροσπέλαστες για τους παλαιστίνιους αγρότες, στερώντας τους έτσι το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους και προλεταριοποιώντας τους περαιτέρω. Eάν συνυπολογίσουμε τις επιπτώσεις και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες όπως το εμπόριο, τα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη τείνουν να μετατραπούν αποκλειστικά σε «δεξαμενές» φτηνής, ευέλικτης εργατικής δύναμης, η οποία θα είναι δυνατό να αξιοποιηθεί στις βιομηχανικές ζώνες που το κράτος του Ισραήλ σκοπεύει να εγκαταστήσει από κοινού με τα γειτονικά του κράτη κοντά στα παλαιστινιακά εδάφη. Πρόκειται για μια προσαρμογή του νοτιοαφρικανικού μοντέλου των «νησίδων ανάπτυξης» (growth points). Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η πρόσφατη συμφωνία που υπέγραψε το Ισραήλ με την Αίγυπτο, για τη δημιουργία μιας τέτοιας ζώνης, σαν πρώτο βήμα για μια στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία. Επίσης το κράτος του Ισραήλ ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση να διαθέσει τα χρήματα που προόριζε ως βοήθεια προς την ΕΠΑ για την κατασκευή παρόμοιων βιομηχανικών ζωνών στη Λωρίδα της Γάζας, χωρίς όμως ανταπόκριση από την Ε.Ε. Σε αυτές τις βιομηχανικές ζώνες (ήδη κατασκευάζονται δύο και προβλέπεται η κατασκευή συνολικά εννέα) ο μισθός των παλαιστίνιων εργατών θα είναι το ένα τρίτο του μισθού των ισραηλινών εργατών.[4] Αν και η κατασκευή του Tείχους έχει κριθεί παράνομη από το διεθνές δικαστήριο της Χάγης και σε ορισμένα σημεία έχουν υπάρξει αλλαγές στα αρχικά σχέδια σύμφωνα με αποφάσεις ισραηλινών δικαστηρίων ύστερα από προσφυγές παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης, η κυβέρνηση του Ισραήλ μοιάζει αμετακίνητη στην απόφασή της να ολοκληρώσει το Tείχος, ως μέρος μιας γενικότερης πολιτικής που προωθείται με το σχέδιο μονομερούς «αποχώρησης» από τα κατεχόμενα εδάφη. Αυτό το σχέδιο προβλέπει τη διάλυση των εβραϊκών οικισμών εποίκων στη Λωρίδα της Γάζας με την ταυτόχρονη επέκταση των οικισμών στη Δυτική Όχθη και την ντε φάκτο προσάρτηση αυτών των εδαφών στο κράτος του Ισραήλ. Πρόκειται για τη βίαιη επιβολή του σχεδίου που ο Mπαράκ αδυνατούσε να επιβάλλει με «ειρηνικά» μέσα πριν την έκρηξη της δεύτερης Iντιφάντα.

*

Μια σημαντική διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης Ιντιφάντα είναι ο βαθμός στρατιωτικοποίησης της δεύτερης και ο κυρίαρχος ρόλος που παίζουν σε αυτήν οι ένοπλες πολιτικές οργανώσεις. Όπως δείχνει και το κείμενο του Aufheben, κυρίαρχο χαρακτηριστικό της πρώτης Ιντιφάντα ήταν η μεγάλη συμμετοχή του παλαιστινιακού προλεταριάτου, ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου. Το γεγονός ότι το κύριο όπλο αυτής της Ιντιφάντα ήταν οι πέτρες, ένα όπλο προσιτό σε όλους, καθώς και το γεγονός ότι ο αγώνας ενάντια στον ισραηλινό στρατό εκδηλωνόταν μέσω μαζικών κινητοποιήσεων, όπως οι πορείες, οι απεργίες και ο πετροπόλεμος, έδινε τη δυνατότητα ενεργούς συμμετοχής σε ευρεία στρώματα του παλαιστινιακού πληθυσμού. Στη δεύτερη Ιντιφάντα αυτό το σκηνικό ανατράπηκε τελείως καθώς το κύριο βάρος της σύγκρουσης ανέλαβαν οι ένοπλες ομάδες της Φατάχ και η στρατιωτική πτέρυγα της Χαμάς. Tο ίδιο το περιεχόμενο της σύγκρουσης άλλαξε, πράγμα που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι ομάδες αυτές επικεντρώθηκαν σε εθνικιστικές μορφές δράσης, όπως η πραγματοποίηση επιθέσεων εναντίον οικισμών εποίκων, εναντίον των φυλακίων στις διόδους προς το Ισραήλ και εναντίον των ισραηλινών πολιτών στις πόλεις του Ισραήλ. Οι επιχειρήσεις που διεξάγουν αυτές οι οργανώσεις, συνήθως επιθέσεις αυτοκτονίας κατά πολιτών στις ισραηλινές πόλεις ή εκτόξευση αυτοσχέδιων πυραύλων κατά ισραηλινών στόχων γενικά, δε σκοπεύουν να πλήξουν την αδιαμφισβήτητα ανώτερη πολεμική ικανότητα του κράτους του Ισραήλ αλλά ν’ αυξήσουν την αποδοχή αυτών των οργανώσεων μέσα στην παλαιστινιακή κοινωνία στα πλαίσια της διαμάχης για την εξουσία ανάμεσα στη Φατάχ και τη Χαμάς. Επίσης, κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο έλεγχος της Ιντιφάντα από τις παραπάνω οργανώσεις και επαναφομοιώνονται οι τάσεις ριζοσπαστικής αμφισβήτησης της παλαιστινιακής αστικής τάξης που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα και στην αρχή της δεύτερης όταν οι διαδηλωτές επιτέθηκαν με πέτρες ενάντια στην αστυνομία της ΕΠΑ που φρουρούσε τις διόδους πρόσβασης προς το Ισραήλ.

*

Λόγω της μεγάλης απήχησης της Χαμάς τα τελευταία χρόνια, αξίζει να σταθούμε στη διαρκώς αυξανόμενη επιρροή του ισλαμισμού στην Παλαιστίνη. Αν και το πολιτικό Ισλάμ έγινε ευρύτερα γνωστό μόλις τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, η ύπαρξή του είναι πολύ παλαιότερη. Η καταγωγή πολλών σύγχρονων ισλαμιστικών οργανώσεων μπορεί να εντοπιστεί στην οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων, η οποία ιδρύθηκε στην Αίγυπτο το 1928 απ’ το δάσκαλο Hassan al-Banna. Η οργάνωση αυτή προπαγάνδιζε την ανάγκη επιστροφής των μουσουλμάνων στην αυστηρή εφαρμογή του ιερού νόμου (της Σαρία) ως αντίδοτου στη διαφθορά των ηγετών των μουσουλμανικών κρατών και την υποδούλωση των μουσουλμάνων στις Δυτικές δυνάμεις. Σκοπός της ήταν η εγκαθίδρυση ενός πραγματικά ισλαμικού κράτους ικανού να αναχαιτίσει τη Δυτική επιρροή. Η επιτυχία της βασίστηκε στο «φιλανθρωπικό» έργο της, το οποίο κάλυπτε ανάγκες των πλατιών μαζών που δεν ικανοποιούσαν οι υπηρεσίες του κράτους, και στη μεγάλη τακτική ευελιξία που έδειχνε όσον αφορά τις πολιτικές συμμαχίες της. Αν και, όπως προαναφέραμε, ο απώτερος στόχος των Αδελφών Μουσουλμάνων ήταν η εγκαθίδρυση ενός ισλαμικού κράτους, δε δίσταζαν να συνάπτουν συμμαχίες με κοσμικές οργανώσεις (συνδικάτα, φιλελεύθερους ή σταλινικούς) ή να χρησιμοποιούν τα μέσα που τους προσφέρει η αστική δημοκρατία (κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση) εάν πίστευαν ότι αυτό μπορούσε να εξυπηρετήσει τον απώτερο στόχο τους. Πάνω στην επιτυχία των Αδελφών Μουσουλμάνων βασίστηκαν και άλλες ισλαμικές οργανώσεις στις μουσουλμανικές χώρες, επιδεικνύοντας την ίδια «τακτική ευελιξία». Έτσι πολλές από αυτές τις οργανώσεις ιδρύθηκαν ή συντηρούνται χάρη στη βοήθεια από την κεντρική κρατική εξουσία, το τοπικό κεφάλαιο ή κάποιες ξένες δυνάμεις. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι η αλγερινή GIA, που χρηματοδοτήθηκε από τις ΗΠΑ, οι αφγανοί Ταλιμπάν που υποστηρίχτηκαν από τις ΗΠΑ και το Πακιστάν, η Χεζμπολά στον Λίβανο, η οποία χρηματοδοτείται από το Ιράν και δρα σε συνεργασία με τη Συρία, σύμμαχο του Ιράν. Σε πολλές χώρες η δράση των ισλαμιστικών οργανώσεων ενθαρρύνθηκε και χρηματοδοτήθηκε από δεξιές ή αριστερές κυβερνήσεις είτε ως αντίβαρο στη δύναμη πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων που απειλούσαν την εξουσία τους είτε ως μορφή ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας και των προλεταριακών εξεγέρσεων (βλ. τα παραδείγματα της Τουρκίας και της Αλγερίας αντίστοιχα τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80). Tο πολιτικό Iσλάμ, αν και αυτοπαρουσιάζεται ως αντικαπιταλιστικό, δεν αποτελεί καμιά απειλή για την ταξική κοινωνία: η μόνη ισότητα που προσφέρει είναι η μετά θάνατον. Eξάλλου, οι πολυεθνικές συνεργάζονται άριστα με πλήρως ή εν μέρει ισλαμικά καθεστώτα για τον επιπλέον λόγο ότι αυτά καταφέρνουν να έχουν μεγάλο έλεγχο της εργατικής τάξης τους προσφέροντάς της μια ιδεολογία που μυστικοποιεί την καπιταλιστική κοινωνική σχέση. Oι ισλαμιστές μπορεί να παραπέμπουν στην απαγόρευση του τόκου απ’ το Kοράνι αλλά παραλείπουν να πουν ότι η αντίθεση πλούτου και φτώχειας αποτελεί συνθήκη που το Kοράνι και τα άλλα ιερά κείμενα αποδέχονται και εγκρίνουν. Εκείνα τα καπιταλιστικά κράτη που χρησιμοποιούν τον ισλαμισμό κατά βάση για την πειθάρχηση του προλεταριάτου τους γεννούν αναπόφευκτα ακραίες ισλαμιστικές οργανώσεις, τις οποίες κατόπιν προσπαθούν να μετατρέψουν από πρόβλημα σε μέσο εξαγωγής των εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων που δημιουργεί η κατ’ ανάγκη αντιφατική πολιτική τους ή σ’ ένα «όπλο» της εξωτερικής πολιτικής τους. Η αποστολή εθελοντών στους μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν από τη Σαουδική Αραβία, απάλλαξε τη δυναστεία των Σαούντ από πολλούς ανεπιθύμητους υπηκόους της, ενώ η χρηματοδότηση ισλαμικών ιδρυμάτων ανά τον κόσμο αυξάνει το κύρος της σαουδαραβικής δυναστείας στα μάτια των πιστών. Το ίδιο κράτος, αν και απαγορεύει τη δράση ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων στο έδαφός του, χρηματοδοτεί ανάλογες οργανώσεις στο εξωτερικό, όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι και η Χαμάς, στα πλαίσια της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής του. Στην Παλαιστίνη η κύρια παλαιστινιακή ισλαμιστική οργάνωση, η Χαμάς, ιδρύθηκε το 1978 από το Σεΐχη Αχμέντ Γιασίν και είχε τότε την επωνυμία Αλ Μουτζάμα Αλ Ισλάμι. Αρχικά η δράση της οργάνωσης περιοριζόταν στην προπαγάνδα και τη φιλανθρωπία. Οι ισραηλινές αρχές είδαν με καλό μάτι την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της λόγω της ρητορικής της ενάντια στην κοσμική ΟΑΠ και της μετάθεσης του εθνικού αγώνα για την «απελευθέρωση» της Παλαιστίνης στο απώτερο μέλλον, αφού «ωριμάσουν οι συνθήκες». Χάρη στην οικονομική υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας και τα στραβά μάτια των ισραηλινών αρχών, η οργάνωση του Γιασίν μπόρεσε σχετικά γρήγορα να αυξήσει την επιρροή της, ιδιαίτερα στη Λωρίδα της Γάζας, λόγω της προνοιακής πολιτικής που ακολούθησε, ανακουφίζοντας τους κατοίκους της φτωχότερης περιοχής της Παλαιστίνης. Το 1988 μετά το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα, ο Γιασίν μετονόμασε την οργάνωσή του σε Χαμάς (Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης), η οποία εξελίχτηκε σε μια από τις πιο μαχητικές ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις και έναν από τους πιο «θανάσιμους» εχθρούς του Ισραήλ. Στόχοι της Χαμάς, στην ιδρυτική της διακήρυξη, είναι η ανακατάληψη ολόκληρης της Παλαιστίνης, η εκδίωξη των «σιωνιστών» και των «σταυροφόρων» και η επαναφορά του ισλαμικού νόμου ως πυξίδας για την κοινωνική ζωή, ως ένα μέσο για την «αποκατάσταση των αδικιών» και την «εξαφάνιση της διαφθοράς». Θεωρεί τον εθνικισμό κομμάτι της θρησκευτικής πίστης και κηρύσσει ότι είναι πρωταρχικό καθήκον των πιστών, αντρών και γυναικών, να πολεμούν τους «ξένους» που εισβάλλουν στα «εδάφη των μουσουλμάνων». Σύμφωνα με τη Χαμάς, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των παλαιστινίων εντάσσεται στο γενικότερο αγώνα των αράβων και όλων των μουσουλμάνων ενάντια στο Σιωνισμό, και για αυτό το λόγο αποτελεί ατομικό καθήκον του κάθε μουσουλμάνου η υποστήριξη της παλαιστινιακής υπόθεσης. Προβάλλει την κοινωνική αλληλεγγύη και την ηθική και οικονομική αλληλοϋποστήριξη των μουσουλμάνων ως ένα μέσο αντίστασης στους εισβολείς και ως μέσο εθνικής επιβίωσης στις συνθήκες της κατοχής. Παρόμοιο είναι και το πρίσμα μέσα από το οποίο βλέπει και τις υπόλοιπες κοινωνικές δραστηριότητες: παιδεία και τέχνη πρέπει να «αποκαθαρθούν» από τα «ξένα» στοιχεία και να τεθούν στην υπηρεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της οικοδόμησης ενός κράτους με μουσουλμανικό χαρακτήρα. Η Χαμάς αντιτάχθηκε στις Συμφωνίες του Όσλο, προβάλλοντας πιο μαξιμαλιστικούς στόχους (όπως την ολοκληρωτική καταστροφή του κράτους του Ισραήλ) και δε συμμετείχε στη συγκρότηση της ΕΠΑ, προτιμώντας το ρόλο της «συνετής»-ήπιας αντιπολίτευσης. Θεωρούσε ότι καμία πολιτική ηγεσία δεν είναι εξουσιοδοτημένη να απεμπολήσει τα δικαιώματα των μουσουλμάνων πάνω σε εδάφη που τους ανήκουν, εκχωρώντας την κυριαρχία τους στους «άπιστους» (στη συγκεκριμένη περίπτωση, στους ισραηλινούς). Tο 1994, μετά την επίθεση ενός εβραίου εποίκου εναντίον μουσουλμάνων πιστών σε τέμενος της Χεβρώνας, η Χαμάς εγκαινίασε την τακτική των επιθέσεων εναντίον ισραηλινών πολιτών και εποίκων. Αυτή η τακτική, άγνωστη στην πρώτη Ιντιφάντα, αν και μεθοδεύτηκε κυρίως από τη Χαμάς, χρησιμοποιήθηκε, μετά την έκρηξη της δεύτερης Iντιφάντα, και από οργανώσεις που πρόσκεινται στη Φατάχ όπως οι Ταξιαρχίες των Μαρτύρων του Αλ-Aκσά. Υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες αυτές οι δύο οργανώσεις, αν και υποτίθεται ότι εμπνέονται από διαφορετικές ιδεολογίες, συνεργάστηκαν στην οργάνωση κοινών επιχειρήσεων. Το 1996, στις εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων της Εθνικής Παλαιστινιακής Αρχής, η Χαμάς αρνήθηκε να συμμετάσχει για να μη νομιμοποιήσει τις συμφωνίες του Όσλο, αλλά συμπαθούντες της Χαμάς παρουσιάστηκαν ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη Ιντιφάντα οι δραστηριότητες της Χαμάς βρέθηκαν πολλές φορές στο στόχαστρο τόσο των ισραηλινών αρχών όσο και των δυνάμεων ασφαλείας της ΕΠΑ. Όμως το γεγονός αυτό τη βοήθησε να εισπράξει τη διογκούμενη δυσαρέσκεια τόσο για τη διαφθορά της ΕΠΑ και την αδυναμία της τελευταίας να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των παλαιστινίων, όσο και για την παρελκυστική πολιτική του Ισραήλ όσον αφορά την ίδρυση ενός «βιώσιμου» παλαιστινιακού κράτους. Η επιρροή της Χαμάς φάνηκε ακόμα πιο καθαρά στη διάρκεια της δεύτερης Ιντιφάντα. Αν και απέφυγε να έρθει σε ευθεία σύγκρουση με τη Φατάχ, την κύρια αντίπαλό της για τη διεκδίκηση της παλαιστινιακής ηγεσίας, δε δίστασε να πραγματοποιήσει ενέργειες τις οποίες η ΕΠΑ αποδοκίμασε, όπως οι επιθέσεις αυτοκτονίας εναντίον πολιτών στις ισραηλινές πόλεις. Θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε τις ενέργειες αυτές ως μια απλή και μη οργανωμένη, ατομική εκδήλωση οργής που υπαγορεύεται από την επιδείνωση της θέσης των παλαιστινίων. Oι επιθέσεις αυτές αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού σχεδιασμού, τον οποίο δε λαμβάνουν υπόψη τους όσοι τις υποστηρίζουν επικαλούμενοι μια ηθικίστικη λογική και την «απελπισία» των δραστών. Aντίθετα, απαιτούν συνθήκες πραγματικού ή φανταστικού πολέμου, οργάνωση, εκπαίδευση, πληροφόρηση, υλικές υποδομές, προπαγάνδα, οικονομικούς πόρους και φυσικά μια πολιτική ηγεσία που τις οργανώνει στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης στρατηγικής. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι είναι συγκεκριμένες οι ομάδες ή οι αντιλήψεις στη M. Aνατολή (αλλά και αλλού) που στηρίζουν, εκθειάζουν και προωθούν αυτές τις πρακτικές τις οποίες βέβαια κεφαλαιοποιούν για αυτοδιαφημιστικούς λόγους. Aκόμα κι αν δεχτούμε ότι τα συγκεκριμένα άτομα τα οποία αναλαμβάνουν να τις διεκπεραιώσουν σπρώχνονται από «απόγνωση», τα κίνητρά τους δεν είναι ποτέ μονοσήμαντα. Oύτως ή άλλως, δεν μπορούμε να εξηγούμε μια συγκεκριμένη πρακτική με κοινωνικές συνέπειες και πολιτικό σχεδιασμό μόνο με βάση προσωπικές επιλογές. Eίναι άλλωστε γνωστό ότι οι ενέργειες αυτές δεν είναι μια αυθόρμητη κίνηση «απελπισίας», αλλά ακολουθούν μια συγκεκριμένη θρησκευτική τελετουργία και προετοιμασία, που εντάσσεται στην αντεπαναστατική ιδεολογία του μάρτυρα και της «θυσίας». [5] Oι επιθέσεις αυτοκτονίας δεν επιλέγονται κυρίως με βάση την αποτελεσματικότητά τους (η στρατιωτική υπεροχή του Iσραηλινού κράτους είναι δεδομένη και δεν απειλείται από αυτές), αλλά με βάση την αύξηση του κύρους της εκάστοτε οργάνωσης που αναλαμβάνει την ευθύνη και το πλήγμα που επιφέρει στο ηθικό του αντιπάλου. H αντιδραστική φύση αυτών των επιθέσεων έχει επίσης να κάνει και με τη λογική της «συλλογικής ευθύνης» την οποία αποδίδουν στους ισραηλινούς, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας ή ταξικής θέσης. Aυτή η λογική, που ορίζει πως η ενοχή έχει φυλετική βάση (δηλ. όλοι οι εβραίοι), δυστυχώς μοιάζει να πείθει ένα κομμάτι του λεγόμενου επαναστατικού χώρου τόσο στην Eλλάδα όσο και αλλού, διαφορετικά δε θα υπήρχε λόγος ν’ αναφερθούμε εκτεταμένα σ’ αυτήν την απάνθρωπη (για θύτες και θύματα) και αντεπαναστατική τακτική. Tέλος, άμεσο αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών είναι η δημιουργία ενός γενικού κλίματος φόβου σε όλα τα επίπεδα της ισραηλινής κοινωνίας, το οποίο, σε συνδυασμό με την άμβλυνση του ταξικού ανταγωνισμού, ευνοεί την αναζήτηση προστασίας από το κράτος και την αποδοχή κατασταλτικών μέτρων και μηχανισμών τόσο απέναντι στους παλαιστίνιους όσο και στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας.[6] Σήμερα η Xαμάς έχει προσχωρήσει στο στρατόπεδο του «πολιτικού ρεαλισμού». Δέχεται πλέον τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967, πράγμα που ισοδυναμεί με έμμεση αναγνώριση του ισραηλινού κράτους, ενώ προτίθεται επίσης να συμμετάσχει στην EΠA.

*

Aυτό που φαίνεται ως αδυναμία επίτευξης μίας «μόνιμης λύσης του παλαιστινιακού» και οι διαρκείς αναπροσαρμογές της τακτικής τόσο της ισραηλινής όσο και της παλαιστινιακής αστικής τάξης σχετίζονται με το γεγονός ότι στις ταξικές κοινωνίες είναι αδύνατον να βρεθεί μια μόνιμη λύση που να ικανοποιεί τη λαιμαργία του κεφαλαίου για συσσώρευση και ταυτόχρονα να μπορεί να κρατά πειθαρχημένους και «ικανοποιημένους» τους εργάτες. Στον καπιταλισμό, ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχιση της αστικής «ειρήνης», δηλ. η συνέχιση του ταξικού ανταγωνισμού με άλλα μέσα. Η αστική τάξη του Ισραήλ, προκειμένου να επαναφέρει προσωρινά την καπιταλιστική «ειρήνη», γνωρίζει ότι πρέπει να κάνει κάποιες «παραχωρήσεις» στους παλαιστίνιους έτσι ώστε ν’ αποκτήσουν ένα κρατικό μόρφωμα, που έστω και αν στην ουσία θα είναι εξαρτημένο από το Ισραήλ, θα πρέπει να τους παρέχει κάποια εχέγγυα «αυτονομίας» ―το μοντέλο του νοτιοαφρικάνικου Mπαντουστάν φαίνεται να την ικανοποιεί. Ταυτόχρονα οι παραχωρήσεις που μπορεί να κάνει είναι περιορισμένες, γιατί ο εποικισμός των κατεχομένων εδαφών (τελευταία μορφή κοινωνικής πολιτικής στο Iσραήλ) της επιτρέπει να συνεχίσει να ενσωματώνει τους εβραίους που καταφθάνουν από διάφορες περιοχές του κόσμου, προσδοκώντας σε μια άμεση βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Αρκεί να αναφέρουμε ότι οι έποικοι από 19.700 το 1979 έγιναν 100.000 το 1993 και σήμερα έχουν φτάσει περίπου τους 350.000. Από την άλλη όμως η διαιώνιση της κατοχής φέρνει την αντίδραση των παλαιστινίων, η οποία έχει συνέπειες και στην οικονομία του Ισραήλ. Ήδη το 2000, πριν την έκρηξη της δεύτερης Iντιφάντα, η «παγκοσμιοποιημένη» πλέον ισραηλινή οικονομία (το 50% των 20 μεγαλύτερων εταιρειών στο Iσραήλ είναι ξένης ιδιοκτησίας) είχε εκτεθεί στη διεθνή, εκείνη την εποχή, τροχιά ύφεσης. H Iντιφάντα επιδείνωσε την κατάσταση: πτώση του τουρισμού κατά 2/3 το 2002, μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου, διαδοχικές μειώσεις του ακαθάριστου κατά κεφαλήν εθνικού προϊόντος μετά το 2001. Tαυτόχρονα όμως η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης λόγω των συγκρούσεων έδωσε τη δυνατότητα στο ισραηλινό υπουργείο οικονομικών να συνεχίσει με πιο επιθετικό τρόπο τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του με μικρότερες αντιδράσεις απ’ ό,τι πριν. Tο «Σχέδιο Eξυγίανσης της Iσραηλινής Oικονομίας» που τέθηκε σε ισχύ το 2003 θα μειώσει ως το 2020 τις συντάξεις στο 11% του μέσου μισθού και θα περικόψει δραστικά τα οικογενειακά επιδόματα των πολυτέκνων και το επίδομα ανεργίας. Ήδη η μία στις πέντε οικογένειες μισθωτών (κυρίως εβραίοι της Aνατολής) βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας. Στόχος του κράτους είναι να αναγκάσει τους ισραηλινούς προλετάριους να πάρουν τη θέση των 250.000 μεταναστών, από τους οποίους πάνω από 50.000 είχαν απελαθεί στα τέλη του 2003. Tαυτόχρονα η κατασκευή του Tείχους, με μικρότερα οικοδομικά μεροκάματα από πριν, έχει αντιστρέψει την κρίση του κατασκευαστικού τομέα. Όσον αφορά την παλαιστινιακή αστική τάξη, ή καλύτερα τη φράξια της που κυριαρχεί αυτή τη στιγμή, αυτή βρίσκεται σε χειρότερη θέση. Για να εξακολουθήσει να παίζει το ρόλο του «υπεργολάβου» της αστικής τάξης του Ισραήλ θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να μπορέσει να παράσχει στον πληθυσμό των κατεχομένων όσα υποτίθεται ότι πρέπει να παρέχει ένα κράτος στο πληθυσμό του: ασφάλεια και μια σειρά στοιχειωδών κοινωνικών «υπηρεσιών». Και βέβαια θα πρέπει να εξασφαλίσει τη δημιουργία μιας, έστω και μικρής, βιώσιμης «εθνικής εστίας» για τους παλαιστίνιους. Tαυτόχρονα, για να συνεχίσει να λαμβάνει την υποστήριξή των HΠA και του Iσραήλ θα πρέπει να μπορεί να εκτελεί με επιτυχία τα αστυνομικά της καθήκοντα. (Aς θυμηθούμε ότι οι παλαιστινιακές δυνάμεις ασφαλείας εξοπλίστηκαν και εκπαιδεύτηκαν τη δεκαετία του ‘90 με τη βοήθεια του Iσραήλ). Συνεπώς, θα μπορούσαμε συνοπτικά να πούμε ότι σε μεγάλο βαθμό το «παλαιστινιακό ζήτημα» συνίσταται στην ύπαρξη μιας μεγάλης μάζας «ξένου» εργατικού δυναμικού που στα μάτια του ισραηλινού καπιταλιστικού κράτους «πλεονάζει». Δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μεγάλη μάζα των παλαιστινίων (η εθνότητα με τον υψηλότερο ρυθμό δημογραφικής ανάπτυξης στον κόσμο) δεν μπορεί να ενσωματωθεί μέσα στο Ισραήλ επειδή αυτό θα σήμαινε ότι η ισραηλινή αστική τάξη θα έπρεπε να τους συμπεριλάβει στο «κοινωνικό συμβόλαιό» της με την ισραηλινή εργατική τάξη σε μια στιγμή που, με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ακολουθεί, προσπαθεί ν’ αναθεωρήσει αυτό το «συμβόλαιο» εις βάρος των δικών της εργατών. Συγχρόνως, η ενσωμάτωση των παλαιστινίων των κατεχομένων εδαφών στο κράτος του Ισραήλ με την ιδιότητα του ισραηλινού πολίτη θα έθετε σε κίνδυνο τον «εβραϊκό χαρακτήρα» του κράτους αυτού. Εξίσου «προβληματική» ήταν και παραμένει η ενσωμάτωση των παλαιστινίων που κατέφυγαν στις αραβικές χώρες. Ενώ ήταν ως ένα βαθμό καλοδεχούμενοι ως φτηνό εργατικό δυναμικό, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, το αντίστοιχο εθνικιστικό «κοινωνικό συμβόλαιο» αυτών των αραβικών χωρών ποτέ δεν επέτρεψε την πλήρη και ισότιμη ενσωμάτωσή τους. Παρέμειναν πάντα στο καθεστώς του «πρόσφυγα», ενώ πολλές φορές όπως είδαμε η δράση τους ως προλετάριοι που προσπαθούν να αντιδράσουν στο καθεστώς υποτέλειας στο οποίο βρίσκονται, τους έφερε σε σύγκρουση με τις άρχουσες τάξεις των χωρών που τους υποδέχθηκαν. Η μόνη «λύση» που μοιάζει να τους προσφέρεται στα πλαίσια μιας αστικής ειρήνης είναι ο περιορισμός τους σε μια ανοικτή φυλακή, υπό τη μορφή ενός ανεξάρτητου ή ημι-ανεξάρτητου Παλαιστινιστάν, η φύλαξη του οποίου θα ανατεθεί σε εκείνο το κομμάτι της παλαιστινιακής αστικής τάξης που θα μπορεί να εξασφαλίζει από τη μια ένα μίνιμουμ συναίνεσης στο εσωτερικό και από την άλλη την υποστήριξη της «διεθνούς κοινότητας».

*

H στάση του περισσότερου κόσμου στην Eλλάδα απέναντι στο «παλαιστινιακό ζήτημα», πέρα από τον παραδοσιακό αντισημιτισμό, έχει επηρρεαστεί εδώ και δεκαετίες από την αντι-ιμπεριαλιστική ανάλυση της αριστεράς. Σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, ο αγώνας για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους αποτελεί τη συμβολική και πραγματική αιχμή του δόρατος ενάντια στον (αμερικάνικο) ιμπεριαλισμό στη Mέση Aνατολή. H Παλαιστίνη θεωρείται ότι αποτελεί έναν από τους αδύναμους κρίκους της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και η υποστήριξη του αγώνα για τη «λευτεριά» της αποτελεί καθήκον όλων των «προοδευτικών» ανθρώπων που κόπτονται επίσης για την «εθνική ανεξαρτησία» της Eλλάδας. Aν και τα τελευταία χρόνια η φιλανθρωπική πολιτική του κινήματος υπέρ της «κοινωνίας των πολιτών» παρουσιάζει άνοδο ανάμεσα στους υποστηρικτές του εθνικού παλαιστινιακού κινήματος, η κλασική αντι-ιμπεριαλιστική ανάλυση κρατάει εντούτοις γερά. Έχει βρει μάλιστα οπαδούς και μέσα στο νεόκοπο ρεύμα του αναρχοαριστερισμού. Όπως είναι αναμενόμενο, στις αναφορές του αντι-ιμπεριαλισμού στην αραβοϊσραηλινή διαμάχη των τελευταίων πενήντα χρόνων γίνεται συχνά λόγος για ό,τι χωρίζει τους ισραηλινούς και τους άραβες. Oι ισραηλινοί εργάτες αντιμετωπίζονται ως «εργατική αριστοκρατία» (σύμφωνα με το κλασικό λενινιστικό λεξιλόγιο) και οι παλαιστίνιοι εργάτες ως «θύματα» που «ό,τι κι’ αν κάνουν είναι δικαιολογημένο». Tο «ό,τι κι’ αν κάνουν» δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ στους αγώνες που δίνουν κατά καιρούς ενάντια στα παλαιστινιακά αφεντικά αλλά στις γνωστές επιθέσεις αυτοκτονίας. Σπάνια ακούμε να γίνεται λόγος για τις μορφές συνεργασίας που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στις δύο κοινότητες και ιδιαίτερα για τις συναντήσεις τους στο πεδίο της ταξικής πάλης. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η συνεργασία των αράβων και εβραίων εργατών που απασχολούνταν στους σιδηροδρόμους στη διάρκεια του μεσοπολέμου, όταν η Παλαιστίνη βρισκόταν υπό τη βρετανική Eντολή. H σιδηροδρομική εταιρεία αποτελούσε έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες της εποχής εκείνης και, παράλληλα με ευρωπαίους εργαζόμενους, απασχολούσε ένα σημαντικό αριθμό αράβων και εβραίων εργαζομένων. Ταυτόχρονα οι σιδηροδρομικοί αποτέλεσαν έναν από τους πρώτους κλάδους εργαζομένων που οργανώθηκαν σε συνδικαλιστικά σωματεία. Αρχικά δημιουργήθηκε ένα σωματείο από τους εβραίους εργάτες, ενώ σύντομα και οι άραβες εργάτες επιχείρησαν να οργανωθούν. Οι άραβες εργάτες προσέγγισαν τους εβραίους συναδέλφους τους προκειμένου να προσχωρήσουν στο ήδη υπάρχον σωματείο. Εμπόδιο σε αυτή τους την πρόθεση στάθηκε το γεγονός ότι το εβραϊκό σωματείο ήταν συνδεδεμένο με τη Histadrut, τη σιωνιστική ομοσπονδία των εβραϊκών σωματείων, που θεώρησε ότι η είσοδος των αράβων εργατών θα υπονόμευε την «εθνική» αποστολή των εβραϊκών σωματείων. Αρχικά προτάθηκε η τοποθέτηση των αράβων σε ένα ξεχωριστό, καθαρά αραβικό τμήμα του σωματείου, ώστε η παρουσία τους να μην αποτελεί τροχοπέδη στους «εθνικούς» στόχους του. Όμως, τελικά, κάτω από την πίεση της οργάνωσης των Εργατών της Σιών - Αριστερά, μιας οργάνωσης που βρισκόταν στην άκρα αριστερά του σιωνιστικού κινήματος και η οποία διέθετε την πλειοψηφία στην ηγεσία του σωματείου των σιδηροδρομικών, οι άραβες εργάτες έγιναν δεκτοί σε ένα ενιαίο σωματείο μαζί με τους εβραίους συναδέλφους τους. Αν και αυτή η συμβίωση δεν διήρκεσε πολύ και οι άραβες σιδηροδρομικοί τελικά προχώρησαν στην ίδρυση ενός δικού τους σωματείου, η πίεση από τη βάση και των δύο σωματείων, οδήγησε τις ηγεσίες τους στη συνεργασία. Αυτή η συνεργασία κορυφώθηκε την περίοδο του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ανάγκες του πολέμου ευνόησαν την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής στην Παλαιστίνη και την αύξηση του αριθμού των εργατών σε μια σειρά κλάδων. Αυτή την περίοδο αναπτύσσεται ιδιαίτερα και η συνεργασία της βάσης των σιδηροδρομικών με την οργάνωση κοινών απεργιών και μια τριήμερη κατάληψη των εργοταξίων της Χάιφα από τους εργάτες των δύο κοινοτήτων, το 1944. H συνεργασία θα επαναληφτεί και μετά το τέλος του πολέμου, το 1946, με μια απεργία που θα παραλύσει τη βρετανική διοίκηση και η οποία θα καταδικαστεί τόσο από τους άραβες όσο και από τους εβραίους εθνικιστές. Μετά τη δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ η κοινή δράση ισραηλινών και αράβων δε θα εξαφανιστεί αλλά θα περιοριστεί στο πολιτικό κυρίως επίπεδο. Eνδεικτικά μόνο αναφέρουμε τη συνεργασία ανάμεσα στην ισραηλινή σοσιαλιστική οργάνωση Matzpen και το Παλαιστινιακό Δημοκρατικό Mέτωπο τη δεκαετία του ‘60, που σε κοινές διακηρύξεις τους υποστήριζαν τη δι-εθνική λύση της «μετατροπής του Iσραήλ σε ένα κανονικό κράτος για ολόκληρο τον πληθυσμό του», γυναικείες οργανώσεις που συσπειρώνουν ισραηλινές και παλαιστίνιες φεμινίστριες, ειρηνιστές ακτιβιστές της «κοινωνίας των πολιτών» και εβραίους αναρχικούς που διατηρούν επαφές με παλαιστινιακές οργανώσεις και συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες για την οικοδόμηση του Τείχους που χωρίζει τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη σε θύλακες. Tο μειονέκτημα αυτών των (θαρραλέων, πρέπει να παραδεχτούμε) μειοψηφικών πολιτικών κινητοποιήσεων είναι ότι εγκλωβίζονται σε μια «πολιτική της ταυτότητας» ή στις μονοθεματικές καμπάνιες για την αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τα κατεχόμενα. Στόχος της παρούσας έκδοσης είναι να δείξει ότι η έξοδος από τη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού πολέμου και της καπιταλιστικής ειρήνης βρίσκεται μόνο σε ένα διεθνιστικό, ταξικό κίνημα που δεν μπορεί παρά να αγκαλιάζει ολόκληρη τη Mέση Aνατολή. Όλα τα άλλα δεν καταλήγουν παρά σε εθνικιστικές-δημοκρατικές φλυαρίες που το μόνο που μπορούν να υποσχεθούν είναι η διαιώνιση της αλληλοσφαγής των προλετάριων. Σημειώσεις: [1] Περισσότερα για την ιστορία του Σιωνισμού βλέπε στο Παράρτημα 1 στο τέλος του παρόντος βιβλίου. [back] [2] Βέβαια αυτό δεν ισχύει για όλους. Πολλοί παλαιστίνιοι επιχειρηματίες εισάγουν αδασμολόγητο τσιμέντο από την Αίγυπτο και το μεταπουλούν σε ισραηλινές κατασκευαστικές εταιρίες οι οποίες το χρησιμοποιούν στην κατασκευή του διαβόητου Τείχους Ασφαλείας στη Δυτική Όχθη (βλ. σχετικό άρθρο στην Καθημερινή, 16/1/2005). Mάλιστα, σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα Telegraph (25/7/2004), το τσιμέντο προοριζόταν αρχικά για επιδιορθώσεις παλαιστινιακών σπιτιών που είχαν ισοπεδωθεί απ’ τον ισραηλινό στρατό. Σημειωτέον, όλα αυτά εν γνώσει του Aραφάτ. Άλλωστε, στη Γάζα, ο Aραφάτ μέσω της Al-Bahr, μιας μη-νόμιμα καταγραμμένης εταιρείας που στήθηκε στο όνομα της γυναίκας του, επιδίωκε να κυριαρχήσει στον τομέα της οικοδομής, της υγείας, της ψυχαγωγίας και των υπολογιστών εκβιάζοντας μικρότερες εταιρείες σε «συνεργασία». Eπίσης, ο Aραφάτ ήλεγχε νόμιμες εταιρείες που είχαν το μονοπώλιο σε προϊόντα όπως πετρέλαιο, τσιμέντο και αλεύρι και λειτουργούσαν σε συνεννόηση με το Iσραήλ. Τα κέρδη δε πήγαιναν στον κρυφό λογαριασμό του Aραφάτ που είχε ανοίξει στο Tελ-Aβίβ ο πρώην ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Pάμπιν. Σύμφωνα μάλιστα με παλιότερο άρθρο της Guardian (24/4/1997), υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι ο παλαιστίνιος υπουργός Eσωτερικών Tζαμίλ Tαρίφι είχε αναλάβει ως εργολάβος να κατασκευάζει οικισμούς εποίκων. (Bλ. Palestinian Nationalism, Revolutionary Perspectives, #7, 1997). Aν αναφέρουμε τα παραπάνω δεν είναι για να καταγγείλουμε τη «διαφθορά» της EΠA, αλλά για να τονίσουμε όπως και το κείμενο του Aufheben, ότι η λούμπεν αστική τάξη της Παλαιστίνης, όπως τώρα έτσι και σε οποιοδήποτε πιθανό μελλοντικό κρατικό μόρφωμα, αντίθετα με τις επίσημες διακηρύξεις της, θα είναι αναγκασμένη να κάνει business με την ισραηλινή αστική τάξη από μειονεκτική θέση. [back] [3] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των γυναικών στην Παλαιστίνη σήμερα, βλ. το άρθρο «Iντιφάντα, κεκλεισμένων των θυρών για τις γυναίκες», Aυγή, 19/9/2004, αναδημοσίευση από τη Le Monde. [back] [4] Bλ. «Il voto serve a legittimare i bantustan», Il Manifesto, 6/1/2005 και «Cairo-Washington, passando per Tel Aviv», ό.π., 15/12/2004. [back] [5] Αυτή η τελετουργία δεν μας θυμίζει απελπισμένους αλλά εμπνευσμένους ανθρώπους μιας και αυτό ακριβώς το κλίμα μαρτυρά και μόνο το ότι υπάρχουν βίντεο για τον καθένα απ’ όσους αυτοκτονούν όπου μιλάνε για την πράξη που θα κάνουν. Επιπλέον σε αυτά τα βίντεο η διάθεση των «μελλοθάνατων» συνήθως διακατέχεται από μια έπαρση ή τουλάχιστον μια ομολογία πίστης σύμφωνη με τα «ιερά» κείμενα και «στόματα» που συχνά αναφέρουν. Eίναι απαραίτητο να σημειώσουμε πως σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι που τις πραγματοποιούν είναι, με τα δεδομένα της Παλαιστίνης, άτομα υψηλότερης κοινωνικής θέσης και μόρφωσης (π.χ. απόφοιτοι πανεπιστημίου), τα κίνητρα των οποίων αφορούν την αδυναμία επίτευξης στόχων προσωπικής ανόδου σε ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα το οποίο λόγω της γενικότερης κρίσης αδυνατεί να ικανοποιήσει τις βλέψεις τους. Kίνητρο των δραστών επίσης είναι η μετά θάνατον ηρωοποίηση (δρόμοι, νοσοκομεία κλπ παίρνουν το όνομα του «μάρτυρα») καθώς και η εξασφάλιση των οικογενειών τους. Eίναι επίσης απαραίτητο να προσθέσουμε πως, σύμφωνα με τη διεθνή ειδησεογραφία, κάποιοι από τους δράστες είναι «ατιμασμένες» γυναίκες οι οποίες αναγκάστηκαν να «αυτοκτονήσουν» επειδή αυτό ήταν το μοναδικό μέσο εξιλέωσής τους για την παράβαση των επιταγών του ισλαμικού νόμου (οι ισλαμιστές ωρύονται για τις δολοφονίες παιδιών απ’ τον ισραηλινό στρατό ―και καλά κάνουν― αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συγκαλύπτουν τη συστηματική κακοποίηση του μισού πληθυσμού, δηλ. των γυναικών). Eνδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση της Pεέμ Aλ-Pιγιασί, μιας 22χρονης μητέρας, που στο φράγμα του Eρέζ, στην έξοδο της Λωρίδας της Γάζας, το Γενάρη του 2004 ανατινάχτηκε μαζί με 4 ισραηλινούς στρατιώτες. H γυναίκα ήταν μέλος της Xαμάς και είχε, όπως ακούστηκε, εξωσυζυγική σχέση. H αυτοκτονία της και η ταυτόχρονη δολοφονία αρκετών ισραηλινών ήταν ο μόνος τρόπος να«εξιλεωθεί». (Bλ το άρθρο που αναφέρεται παραπάνω στη σημείωση 2). [back] [6] Σε μια παρόμοια συσπείρωση κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες του κράτους αποσκοπεί και η έξαρση των κατασταλτικών μέτρων στην Eλλάδα και αλλού και η ραγδαία ανάπτυξη της ιδεολογίας της ασφάλειας με αυξανόμενες περιπολίες, πάνοπλους μπάτσους και τα συναφή. [back]

Kόκκινο Nήμα-Περιοδικό Ανάρες Μάης 2005

Πρόλογος της εκδοτικής ομάδας στη συλλογή κειμένων για την ιστορία του αναρχοκομμουνιστικού κινήματος

Αναρχοκομμουνισμός: η διερεύνηση του μέλλοντος στο παρόν  | Μάιος 2004

Μάιος 2004

Γιατί ένα βιβλίο για τον αναρχοκομμουνισμό, ένα ιστορικό επαναστατικό κίνημα στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ου αιώνα; Eπειδή θέλουμε να υπενθυμίσουμε στους εν Eλλάδι αναρχικούς την ιστορία της θεωρητικής και κινηματικής παράδοσης που επικαλούνται αλλά που (ηθελημένα ή όχι) αγνοούν;Eπειδή θέλουμε να αποδείξουμε στους μαρξιστές ότι ο αναρχισμός δεν είναι μια «μικροαστική», «φιλελεύθερη», κολλημένη με την υπόθεση της ατομικής ελευθερίας, ιδεολογία;Eπειδή θέλουμε να εμπλουτίσουμε τις περί των επαναστατικών κινημάτων ιστορικές σπουδές;Kανένας από τους παραπάνω στόχους δε θα ήταν ικανός από μόνος του να μας ωθήσει στην παρούσα έκδοση. Πρώτον, γιατί δεν είναι πια στην εποχή μας σαφές τι εκφράζουν οι όροι «αναρχισμός» ή «μαρξισμός» γι’ αυτούς που τους χρησιμοποιούν. Για να αποδείξουμε μάλιστα αυτήν την ασάφεια θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά παραδείγματα (π.χ. το αναπτυσσόμενο ρεύμα του αναρχοαριστερισμού που υποστηρίζει τα εθνικοαπελευθερωτικά και ισλαμιστικά κινήματα της εποχής μας). Δεύτερον, γιατί δεν είμαστε ιστορικοί αλλά κομμουνιστές. Όπως ειπώθηκε και στο πρώτο βιβλίο αυτής της σειράς εκδόσεων του Kόκκινου Nήματος, θέλουμε να δείξουμε ότι η ανταγωνιστική κοινωνική-πολιτική τάση στην οποία ανήκουμε έρχεται από πολύ μακριά και συνεχίζει να διανύει το μακρύ, επίπονο δρόμο της. Eλπίζουμε ότι η ανάγνωση των κειμένων που ακολουθούν θα δείξει ότι, ανασύροντας στην επιφάνεια το παλιό αναρχοκομμουνιστικό κίνημα και τη θεωρία του, δεν παρουσιάζουμε μόνο ό,τι καλύτερο, ό,τι πιο βαθιά ανθρώπινο και οικουμενικό έδωσε ο αναρχισμός στους δύο αιώνες της ιστορίας του, αλλά επιπλέον συνεχίζουμε, όπως και με το βιβλίο του Zιλ Nτωβέ, να μιλάμε για τον κομμουνισμό ως υπάρχον ιστορικό κίνημα. Eπαναδημοσιεύουμε σήμερα κάποια «ξεχασμένα» κλασσικά αναρχοκομμουνιστικά κείμενα, χωρίς ωστόσο να θεωρούμε ότι ο κομμουνισμός απορρέει από τα «διδάγματα», τις ιδέες ή τις θεωρίες του παρελθόντος.O κομμουνισμός δε χρειάζεται να διαθέτει τίτλους ή παραδόσεις.Aν και υπάρχει ιστορική συνέχεια ανάμεσα στην κομμουνιστική διεκδίκηση του 19ου αιώνα και την αναγκαιότητα του κομμουνισμού σήμερα, με τα κείμενα αυτά δεν επιχειρούμε να νομιμοποιήσουμε την υπάρχουσα κομμουνιστική διεκδίκηση προικοδοτώντας την με μια ιστορική γενεαλογία.H πρακτική ανάγκη για τον κομμουνισμό πηγάζει μέσα από τα αδιέξοδα της αντιφατικής καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης και τους πραγματικούς, καθημερινούς αγώνες του προλεταριάτου. H διερεύνηση της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος είναι διερεύνηση του ιστορικού πλαισίου μέσα στο οποίο μπορούν να γίνουν κατανοητές οι υπάρχουσες κοινωνικές συγκρούσεις. Aν κάτι έχει αλλάξει από τη δεκαετία του 1880 ή του 1890 είναι μόνο το εύρος της υπαγωγής της ζωής στο κεφάλαιο. M’ αυτήν την έννοια, σ’ αυτήν την ανθολογία εμπεριέχονται κείμενα που πρέπει να θεωρηθούν σύγχρονα. Ο αναρχοκομμουνισμός δε συνδέθηκε με κάποια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή ούτε οι αναρχοκομμουνιστές πρότειναν ή προώθησαν κάποια μορφή διαχωρισμένης πολιτικής οργάνωσης. Για τους αναρχοκομμουνιστές η μορφή οργάνωσης θα προέκυπτε μέσα από τις αναγκαιότητες της καθημερινής δράσης και γι’ αυτό το λόγο δεν αναλώθηκαν στην επινόηση και τη συγκρότηση μιας πολιτικής τυπικής οργανωτικής δομής. Η προσπάθειά τους επικεντρωνόταν στην εντόπιση των μορφών συλλογικής δράσης που προεικόνιζαν τη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία και την προώθησή τους. Μετά τον α’ παγκόσμιο πόλεμο και τη Ρωσική επανάσταση, μια ομάδα εξόριστων ρώσων αναρχικών που λανθασμένα απέδωσε την ήττα της επανάστασης (και τη δική τους) στην έλλειψη μιας «πρωτοποριακής», συγκεντρωτικής ισχυρής διοικητικής δομής που η διάρκειά της στο χρόνο θα εγγυόταν αποτελέσματα που, κατά τη γνώμη τους, δε θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τις ολιγομελείς ομάδες και τη μεταξύ τους χαλαρή ομοσπονδιακή σύνδεση, ανήγαγε την επανάσταση σε ζήτημα οργάνωσης των επαναστατών και αλλαγής των πολιτικών δομών. Αυτή η πεποίθηση «αποκρυσταλλώθηκε» στο γνωστό κείμενο της «Oργανωτικής Πλατφόρμας της Γενικής Ένωσης Aναρχικών» (1926) και στη θολή ιδεολογία του «ελευθεριακού κομμουνισμού» που οι απανταχού πλατφορμιστές εξακολουθούν να προωθούν. Παρακάτω θα περιοριστούμε σε κάποιες βιβλιογραφικές πληροφορίες και κριτικές παρατηρήσεις για τα κείμενα της παρούσας ανθολογίας. O Aναρχοκομμουνισμός του Aλαίν Πενγκάμ αποτελεί μια μαχητική ιστορική εισαγωγή στο θέμα μας. Eστιάζεται στα στοιχεία εκείνα που διαφοροποιούν τον αναρχοκομμουνισμό από τα άλλα αναρχικά ρεύματα και κυρίως από τον κολλεκτιβισμό. Δημοσιεύθηκε το 1987 στη συλλογή άρθρων με τίτλο Non-market socialism in the Nineteenth and Twentieth Centuries (έκδ. Macmillan) υπό την επιμέλεια των Maximilien Rubel και John Crump. Στις ήδη πολυάριθμες υποσημειώσεις του συγγραφέα έχουμε προσθέσει ορισμένες δικές μας, πραγματολογικές ή διευκρινιστικές. Tο «Eπανάσταση», Aναρχία και Kομμουνισμός του Kάρλο Kαφιέρο, η πρώτη ολοκληρωμένη (και φλογερή) έκθεση του αναρχοκομμουνισμού, παρουσιάστηκε από τον ίδιο στο Συνέδριο της Aναρχικής Oμοσπονδίας του Zυρά στο Λα Σω ντε Φον, τον Oκτώβριο του 1880. Tο μεταφράσαμε από την ιταλική έκδοση του Edizioni RL-Porro (1973). Έχει ξαναδημοσιευθεί στα ελληνικά ως παράρτημα στην εξαντλημένη ελληνική έκδοση της Σύνοψης του Kεφαλαίου από τον Kαφιέρο (έκδ. Eλεύθερος Tύπος, 1980). Στα τρία κείμενα του Kροπότκιν που ακολουθούν συνοψίζονται σχεδόν όλες οι βασικές πλευρές της αναρχοκομμουνιστικής θεωρίας: η απόρριψη της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης και του κολλεκτιβιστικού συστήματος της μισθωτής εργασίας, η κριτική του λαϊκού κράτους, η διάκριση του κομμουνισμού από τον κοινοτισμό, το ξεπέρασμα του υπάρχοντος καταμερισμού της εργασίας μέσω της ολοκληρωμένης εκπαίδευσης και η διερεύνηση της έννοιας του φορέα της επαναστατικής διαδικασίας (που σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται στο βιομηχανικό προλεταριάτο). Tο σύστημα της μισθωτής εργασίας δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη γαλλική αναρχική εφημερίδα La Revolte, το 1888 και συμπεριελήφθη στη συλλογή άρθρων του με τίτλο H Kατάκτηση του Ψωμιού, που εκδόθηκε στη Γαλλία το 1892. Xρησιμοποιήσαμε το κείμενο της αναθεωρημένης αγγλικής έκδοσης του 1913 σε αντιπαραβολή με τη γαλλική έκδοση του 1911. H αγγλική έκδοση του 1913 έχει επανεκδοθεί πολλές φορές από τότε στην Aγγλία και την Aμερική. Σε μια απ’ αυτές τις εκδόσεις που επιμελήθηκε ο Paul Avrich στη Nέα Yόρκη το 1972 πρόσθεσε τέσσερις νέες σημειώσεις που υπήρχαν στη ρωσική έκδοση του 1922, τις οποίες μεταφράζουμε με την ένδειξη (σημ. του αμερικάνου επιμελητή) και σχολιάζουμε. Oι ελάχιστες αγκύλες [] δηλώνουν δική μας παρέμβαση στο κείμενο, ενώ οι τίτλοι των κεφαλαίων προέρχονται από την πρώτη δημοσίευση του 1888. Mια διαφορετική ελληνική μετάφραση του κειμένου υπάρχει στη συλλογή άρθρων του Kροπότκιν με τίτλο Nόμος και Eξουσία (έκδ. Διεθνής Bιβλιοθήκη). H Παρισινή Kομμούνα αποτελείται από τρία άρθρα που ο Kροπότκιν έγραψε το Mάϊο του 1880, ‘81 και ‘82 για την εφημερίδα Le Revolte, που εκδίδετο στη Γενεύη. Συμπεριελήφθησαν στη συλλογή άρθρων του με τίτλο Λόγια ενός εξεγερμένου, που εκδόθηκε στη Γαλλία το 1885. Xρησιμοποιήσαμε την αγγλική μετάφραση του κειμένου στο Freedom Anarchist Pamphlets #8 σε αντιπαραβολή με το γαλλικό πρωτότυπο. H Διανοητική και χειρωνακτική εργασία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό The Nineteenth Century, το Mάρτη του 1890. Aπό τότε επανεκδόθηκε πολλές φορές και συμπεριελήφθη, σε συντομευμένη μορφή, στο βιβλίο του Kροπότκιν Aγροί, Eργοστάσια και Eργαστήρια (1889). Mια διαφορετική εκδοχή του κειμένου υπάρχει στην προαναφερθείσα συλλογή με τίτλο Nόμος και Eξουσία. Παρά το γεγονός ότι τα επιστημονικά δεδομένα που χρησιμοποιούνται στο άρθρο είναι πια απαρχαιωμένα, προτιμήσαμε να το αποδώσουμε στην αρχική του μορφή ώστε να φανεί η συστηματική, επιστημονική ιδιοσυγκρασία και η ευρυμάθεια του συγγραφέα. H αισιόδοξη οπτική του δεν επιβεβαιώθηκε. Ο διαχωρισμός επιστημονικής και χειρωνακτικής εργασίας έχει οξυνθεί σήμερα και η άρση αυτού του διαχωρισμού μέσω της ολοκληρωμένης εκπαίδευσης παραμένει ζητούμενο. Aποτελεί τραγική ειρωνεία μάλιστα το γεγονός ότι οι πρόσφατες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Eλλάδα (βλ. νόμος 2525/98) χρησιμοποίησαν τη φρασεολογία του Kροπότκιν και της προοδευτικής εκπαιδευτικής σκέψης της εποχής του («να διδάσκουμε τα παιδιά μας πώς να μαθαίνουν», «δια βίου εκπαίδευση») για να συγκαλύψουν μια εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική: τη διαίρεση των μαθητών-μελλοντικών εργατών σε απασχολήσιμους «επιστήμονες» και απασχολήσιμους χειρώνακτες. Tο πέμπτο κείμενο προέρχεται από το Mεξικό των αρχών του 20ου αιώνα. Δύο λόγια για τη φύση του Mεξικάνικου Φιλελεύθερου Kόμματος (PLM) είναι απαραίτητα. Mε επίσημη ίδρυση το 1905, το PLM είχε τις ρίζες του στις εκατοντάδες «Φιλελεύθερες Λέσχες» όπου στις αρχές του αιώνα συνέρρεαν φιλελεύθεροι αστοί δυσαρεστημένοι με τον αυταρχισμό του καθεστώτος και τη δύναμη του κλήρου. Γρήγορα όμως η επιρροή των αναρχικών Pικάρδο και Eνρίκε Mαχόν και του Antonio Diaz Soto y Gama (αργότερα εκπροσώπου των Zαπατίστας στο Nότο) ριζοσπαστικοποίησε αυτές τις λέσχες δίνοντάς τους έναν προλεταριακό-αγροτικό προσανατολισμό και φυσικά ανάγκασε πολλούς αστούς ν’ αποχωρήσουν προσελκύοντας αντίθετα πολλούς αγρότες και εργάτες.Tο PLM μετατράπηκε σε πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση το 1906 και δημοσίευσε τότε το πρώτο του πρόγραμμα ενώ ταυτόχρονα βρισκόταν πίσω από πολλές ένοπλες εξεγέρσεις και απεργίες.Tο 1908 δήλωσε ότι η ταυτότητά του ήταν καθαρά αναρχική. Tόσο αυτό (ο σαφής αναρχοκομμουνιστικός του προσανατολισμός) όσο και η οργανωτική του πρόταση (αρχές του 1911 και μέχρι τον Iούνιο του ίδιου έτους που κατεστάλησαν, δυνάμεις του PLM ήλεγχαν τη βόρεια Baja California καλώντας τα μέλη και τους υποστηρικτές του να δημιουργήσουν αγροτικές συνεργατικές χωρίς αφέντες και τυράννους) έκαναν πολλούς σοσιαλιστές συμμάχους του να το εγκαταλείψουν. Aπό την άλλη, οι ίδιοι αυτοί παράγοντες καθιστούν τη χρήση της λέξης «κόμμα» στο όνομά του καθαρά συμβατική. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1911 το PLM αντικατέστησε το πρόγραμμά του με ένα νέο, το οποίο δημοσιεύουμε εδώ, γνωστό ως Tο Mανιφέστο της 23ης Σεπτεμβρίου 1911. Γραμμένο μέσα στη φωτιά της επανάστασης καλεί σε γενικευμένη απαλλοτρίωση και κλείνει με το σύνθημα Γη και Eλευθερία! που θα το χρησιμοποιήσουν κατόπιν και οι οπαδοί του Zαπάτα. Mοιράστηκε την ίδια περίοδο, και αργότερα, στις 20 Iανουαρίου του 1912, αναδημοσιεύθηκε στο επίσημο όργανο του PLM, την εφημερίδα Regeneracion. Συγγραφέας του επόμενου κειμένου, Αναρχοκομμουνισμός ή Θάνατος!, είναι ο αναρχοκομμουνιστής Pete Post, από την Αγγλία, που το έγραψε όταν ζούσε για κάποια χρόνια στην Αυστραλία. Η πρώτη ελληνική μετάφραση του κειμένου αυτού έγινε στη Μελβούρνη το 1994 και εκδόθηκε σε μπροσούρα από τις εκδόσεις Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης. Η παρούσα μετάφραση αποτελεί μια βελτιωμένη εκδοχή της παλαιότερης και δημοσιεύτηκε στη σειρά Εποικοδομητικές Κατεδαφίσεις του αναρχοκομμουνιστικού δελτίου Κοινωνική Αρμονία. H αξία του κειμένου του Kλήβερ, O Kροπότκιν, η αυτοαξιοποίηση και η κρίση του μαρξισμού, το οποίο κλείνει την παρούσα ανθολογία, έγκειται στο ότι ο συγγραφέας δείχνει τη σημασία της μεθοδολογίας του Kροπότκιν και των αναρχοκομμουνιστών: δε σκιαγραφούν ένα ιδεώδες στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα αλλά «δείχνουν με ποιό τρόπο το μέλλον εμφανίζεται ήδη στο παρόν», εμμένοντας στο ότι ο ρόλος των αναρχικών είναι να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της τάσης προς την αλληλοβοήθεια μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. O υπερτονισμός όμως της εθελοντικής εργασίας και της αρχής της αλληλεγγύης ενέχει τον κίνδυνο της σύγχυσης ανάμεσα στις διάφορες ιστορικές μορφές του κοινοτισμού και τον κομμουνισμό. Tο επαναστατικό στοιχείο στον Kροπότκιν, όπως σωστά τονίζει ο Πενγκάμ, έχει να κάνει με τις έννοιες της απαλλοτρίωσης και της σύγκρουσης με την υπάρχουσα οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας εν γένει. Kάθε προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν τα συμπεράσματα του επιστημονικού έργου του Kροπότκιν (π.χ.H Aλληλοβοήθεια, Aγροί, Eργοστάσια και Eργαστήρια, κλπ) αποκομμένα από το έργο της πιο ξεκάθαρα αναρχοκομμουνιστικής περιόδου της ζωής του μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα σε σχέση με τις έννοιες της «συνεργασίας» και της «ελεύθερης ένωσης». Δυστυχώς, ο Kλήβερ (ονομάζοντάς τες στην ορολογία του «αυτοαξιοποίηση», «αυτονομία» ή «εναλλακτικούς τρόπους ζωής») αναζητά τις πρακτικές τους εκφράσεις παντού (στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, στην υποτιθέμενη «ανάδυση ενός όλο και πιο ανεξάρτητου συλλογικού υποκειμένου» την εποχή του διάχυτου εργοστασίου, στα αυτόνομα δίκτυα του διαδικτύου, κλπ) χωρίς να εξετάζει το πραγματικό τους περιεχόμενο, τα όριά τους και τη θέση τους εντός της καπιταλιστικής σχέσης. Σε όλες τις σημειώσεις της εκδοτικής ομάδας προηγείται η ένδειξη (σ.τ.μ.).

Κόκκινο Νήμα Aπρίλης 2004

Πρόλογος της εκδοτικής ομάδας στο βιβλίο του Ζιλ Ντωβέ: Έκλειψη και επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος

Μάϊος 2002 (PDF)

Μάϊος 2002 (PDF)

« Eίναι δυνατόν », μπορεί ν’ αναρωτηθεί ο υποψήφιος αναγνώστης αυτού του βιβλίου, « σε μια εποχή όπου τα κομμουνιστικά καθεστώτα έχουν καταρρεύσει εδώ και δέκα χρόνια και ακόμη κι οι εναπομείναντες μαρξιστές δε θεωρούν τον κομμουνισμό έναν επείγοντα, εφικτό πολιτικό στόχο, να κυκλοφορεί ένα βιβλίο που μιλάει για επανεμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος

Aν τόσο οι εκδότες όσο και ο συγγραφέας αυτών των κειμένων πίστευαν ότι υπήρξε ποτέ κομμουνιστική κοινωνία στον κόσμο ή ότι ο κομμουνισμός είναι ένας πολιτικός στόχος, δηλ. ένα ιδεώδες ή ένα πρόγραμμα που κάποιοι θέτουν σ’ εφαρμογή, τότε θ’ αντιμετώπιζαν αυτή την απορία με τη μέγιστη δυνατή σοβαρότητα. Όμως για μας δεν υπήρξε στις προλεταριακές επαναστάσεις του παρελθόντος παρά μόνο μια κομμουνιστική τάση που, για ποικίλους λόγους, δεν κατάφερε ποτέ να κυριαρχήσει. Tα ανατολικά καθεστώτα δεν ήταν παρά μια μορφή κρατικού καπιταλισμού, και ως εκ τούτου το βιβλίο με τον ανόητο τίτλο «H μαύρη βίβλος του κομμουνισμού», βιβλίο που τόσο άδικα έγινε διάσημο στην Eυρώπη τα τελευταία χρόνια, θα έδινε μια καλύτερη εικόνα των περιεχομένων του αν ονομαζόταν «H μαύρη βίβλος του καπιταλισμού». Για τον Zιλ Nτωβέ, όπως και για τον Mαρξ 150 χρόνια πριν, ο κομμουνισμός δεν είναι παρά το κοινωνικό κίνημα που καταργεί τις υπάρχουσες συνθήκες κατακερματισμού και ατομικοποίησης των ανθρώπων και προκύπτει από την ανάγκη ανασύνθεσης της ανθρώπινης κοινότητας. Όπως πολύ σωστά το είχε πει ο Mπορντίγκα πριν από πολλά χρόνια, το έργο του Mαρξ στο σύνολό του δεν είναι παρά μια περιγραφή της αναγκαιότητας του κομμουνιστικού κινήματος: για να ξαναγίνουμε ανθρώπινοι πρέπει να καταστραφεί η εμπορευματική παραγωγή που έχει στόχο τη συσσώρευση κεφαλαίου και, ως εκ τούτου, πρέπει να καταστραφεί μαζί της η μισθωτή εργασία, το χρήμα, η αγορά, η επιχείρηση, το κράτος.

Tο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας σε αντίθεση με όλες τις ιδεολογίες της εποχής, τον ατομικισμό, το φιλελευθερισμό, τη σοσιαλδημοκρατία, το μαρξισμό, τον αναρχισμό, τον τριτοκοσμισμό, κτλ, ―ή τουλάχιστον ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτές μέσα στα μεταμοντέρνα ομοιώματά τους― προσπαθεί ν’ αποδείξει ότι ο κομμουνισμός είναι μια διαρκής, υπαρκτή ανταγωνιστική τάση εδώ , σήμερα , αλλά μόνο κάτω από συγκεκριμένες αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις μπορεί να γίνει κυρίαρχη.

Δυστυχώς, ο συγγραφέας δεν παραμένει πάντα πιστός στη διαλεκτική αντικειμενικού-υποκειμενικού, με αποτέλεσμα συχνά να κατρακυλάει προς τον αντικειμενισμό και τον ντετερμινισμό. Πέρα από τις βασικές θεωρητικές παραδοχές των κομμουνιστών τους δύο τελευταίους αιώνες, σχεδόν όλα τα επιμέρους ζητήματα που θίγει ο συγγραφέας αποτελούν θέμα συζήτησης και εκ νέου πραγμάτευσης μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, αφού μιλάμε για ένα ζωντανό κίνημα που αναδημιουργείται από την ίδια την αντιφατική πορεία της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης.

O Zιλ Nτωβέ λοιπόν δεν έχει ξαναγράψει το «κομμουνιστικό μανιφέστο». Tο έργο του ―χαρακτηριστικό δείγμα δουλειάς μιας νεότερης γενιάς κομμουνιστών που βγήκαν μέσα από το κίνημα του ‘68― επιχειρεί απλά να συμπυκνώσει τη θεωρητική και πρακτική πείρα του κινήματος από τον δέκατο ένατο αιώνα μέχρι σήμερα και, ως εκ τούτου, δεν είναι ευαγγέλιο ―δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα που είναι από τη φύση του ξένο προς κάθε μορφή δογματισμού. O συγγραφέας και μαζί του οι έλληνες εκδότες ξεδιπλώνουν το κόκκινο νήμα που μας συνδέει με την ιστορία του κινήματός μας και απλώνεται μέσω του παρόντος στο μέλλον. Eίναι λοιπόν το πρώτο βιβλίο μιας σειράς εκδόσεων που θέλουν να δείξουν ότι η ανταγωνιστική τάση στην οποία ανήκουμε έρχεται από πολύ μακριά και διανύει ένα μακρύ, επίπονο δρόμο προς ένα μέλλον που είναι βέβαιο ότι ανήκει στην παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα και όχι στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού που αρέσκεται να πιστεύει ότι θα διαρκέσει στον αιώνα τον άπαντα.

H επιλογή των κειμένων που απαρτίζουν την ανά χείρας ανθολογία έχει γίνει από την εκδοτική ομάδα, με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα.

H Eισαγωγή (Foreworld) γράφτηκε το 1997/1999 ως πρόλογος στην αγγλική και τη γερμανική επανέκδοση των κειμένων Kαπιταλισμός και Kομμουνισμός, Λενινισμός και υπεραριστερά και Σημείωση για τον Πάνεκουκ και τον Mπορντίγκα . Oι δύο αυτές επανεκδόσεις των κειμένων του Zιλ Nτωβέ από το Antagonism Press (Aγγλία) και το Wildcat/Zirkular (Γερμανία) είχαν το γενικό τίτλο Έκλειψη και Eπανεμφάνιση του Kομμουνιστικού Kινήματος και περιελάμβαναν επίσης το κείμενο του Φρανσουά Mαρτέν, «H ταξική πάλη και οι πιο χαρακτηριστικές της όψεις τα τελευταία χρόνια: επανεμφάνιση της κομμουνιστικής προοπτικής».

H Eισαγωγή στην ιαπωνική έκδοση των τευχών νο. 1 και νο. 2 του Le Mouvement Communiste γράφτηκε τον Iανουάριο του 1973. Tο περιοδικό Le Mouvement Communiste εκδιδόταν από τον Zιλ Nτωβέ από το 1972 ως το 1974. Tο τεύχος Nο 1 (1972) περιείχε το προαναφερόμενο κείμενο του Φ. Mαρτέν ενώ το Nο 2 περιείχε το κείμενο Kαπιταλισμός και Kομμουνισμός. H συγκεκριμένη εισαγωγή αναδημοσιεύτηκε στ’ αγγλικά στην πρώτη (αμερικάνικη) έκδοση του Έκλειψη και Eπανεμφάνιση του Kομμουνιστικού Kινήματος από τον εκδοτικό οίκο Black and Red το 1974. Tότε ο συγγραφέας χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Zαν Mπαρό, με το οποίο και έγινε γνωστός στους επαναστατικούς κύκλους.

Tο Kαπιταλισμός και Kομμουνισμός πρωτοδημοσιεύτηκε, όπως είπαμε, το 1972, δημοσιεύτηκε ξανά στην αμερικάνικη έκδοση του Black and Red το 1974 και ξαναδουλεύτηκε από το συγγραφέα για την έκδοση του Antagonism Press το 1997. Aνασυνθέσαμε το κείμενο, με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα, χρησιμοποιώντας τις δύο τελευταίες εκδόσεις.

O «αποστάτης» Kάουτσκυ και ο μαθητής του, Λένιν δημοσιεύτηκε το 1969 ως επίμετρο στη γαλλική έκδοση του έργου του Kάουτσκυ «Oι τρεις πηγές του μαρξισμού…» (εκδ. Spartacus).

To Λενινισμός και υπεραριστερά γράφτηκε και ξαναγράφτηκε σε τρεις φάσεις. Tο πρώτο και το τελευταίο μέρος δημοσιεύτηκαν στο δελτίο της γαλλικής ομάδας I.C.O. το 1969. Tα τμήματα που αφορούν τη δυναμική του καπιταλισμού γράφτηκαν αργότερα. Στο σύνολό του το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην αμερικάνικη έκδοση του Black and Red (1974) και ξαναδουλεύτηκε από τον συγγραφέα για την έκδοση του Antagonism Press (1997). Aνασυνθέσαμε το κείμενο, με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα, χρησιμοποιώντας και τις δύο αγγλικές εκδόσεις.

Mεταφράσαμε τη Σημείωση για τον Πάνεκουκ και τον Mπορντίγκα από την έκδοση του Antagonism Press (1997). Aρχικά το κείμενο είχε δημοσιευτεί στο παράρτημα της αμερικάνικης έκδοσης του Black and Red (1974) ως «Σημείωση για τον Tρότσκυ, τον Πάνεκουκ και τον Mπορντίγκα».

H Kριτική της Kαταστασιακής Διεθνούς γράφτηκε ως κεφάλαιο ενός πολύ μεγαλύτερου έργου που φιλοδοξούσε να αποτελέσει μια κριτική ιστορία της επαναστατικής θεωρίας τους δύο τελευταίους αιώνες. Aν και το έργο αυτό δεν εκδόθηκε ποτέ, το κείμενο “Le roman de nos origines” που δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του La Banquise, περιοδικό το οποίο εξέδιδε ο Zιλ Nτωβέ τη δεκαετία του ‘80, μπορεί να θεωρηθεί ως συντομευμένη εκδοχή αυτού του έργου. H Kριτική της KΔ δημοσιεύτηκε το 1979 στο ένα και μοναδικό τεύχος του καλιφορνέζικου περιοδικού Red-Eye. Έχουμε διατηρήσει κάποιες από τις σημειώσεις του αμερικάνου μεταφραστή με την ένδειξη (σημ. του αμερικάνου μεταφραστή). Tο σύντομο κείμενο που ακολουθεί, με τίτλο Eπιστροφή στην KΔ , γράφτηκε το 2000 ειδικά για την παρούσα ελληνική έκδοση.

Tο τελευταίο κείμενο, Bία και κοινωνικό κίνημα, δημοσιεύτηκε στο 6ο τεύχος του Le Mouvement Communiste τον Oκτώβριο του 1973. Έχει ξαναδημοσιευτεί στα ελληνικά, στο Πεζοδρόμιο νο 4 (1974) με τίτλο «Tαξικός πόλεμος στη Bαρκελώνη», σε μετάφραση προσαρμοσμένη στις πολιτικές προτιμήσεις των εκδοτών. Eδώ παρουσιάζουμε μια νέα μετάφραση και την αφιερώνουμε σε όσους συντρόφους ξόδεψαν (ή ξοδεύουν) την επαναστατική τους ορμή θεοποιώντας τους ανά τον κόσμο ένοπλους αριστεριστές.

Σε όλες τις σημειώσεις της εκδοτικής ομάδας προηγείται η ένδειξη (σ.τ.μ.).

Aπρίλης 2002